Να γράψω για ποιό σκοπό; Αυτό που έχω, ναι, είναι επιθυμία μεγάλη να πεθάνω. Κάθε μέρα την ώρα που πλένω τα πιάτα σκέφτομαι πώς να τα συμμαζέψω όλα στη θέση τους για όταν θα βρουν το πτώμα μου. Τα μάτια μου δε συναντούν κανενός άλλου πια. Βλέπω τα πάντα απομακρυσμένη σα σε ένα από εκείνα τα όνειρα που θωρείς τον ίδιο σου τον εαυτό. Αφού σχεδόν σε κανένα δεν αρέσουν τα πτώματα, θα με αποτεφρώσεις αμέσως. Θα καίγομαι για ώρες αιχμάλωτή σου, θα θέλεις να σιγουρευτείς ότι απόμειναν μόνο οι στάχτες. Όταν σου αποδώσουν το κασελάκι θα πας στο πρώτο μπαρ, θα ζητήσεις ένα ποτήρι ρούμι και θα στο σερβίρουν σ’ ένα ποτήρι σαν κι αυτό που τώρα πλένω, ένα κυλινδρικό κρυστάλλινο γεμάτο αφρό στα χέρια μιας γυναίκας που κοιτάζει τον εαυτό της ωσάν να είναι ήδη νεκρή. Ενα ποτήρι γεμάτο ρούμι είναι μπροστά στον άντρα που κατάφερε να τη δολοφονήσει χωρίς να βάλει το χεράκι του, ενώ απο τα δικά μου περνάει όλη η λάντζα του βραδινού. Το απορρυπαντικό πιάτων μυρίζει μανταρίνια. Στον κήπο στα μισά του Γενάρη κρέμονται πραγματικά μανταρίνια, κουνίζονται σαν παιδιά τόσων διαφορετικών ηλικιών. Κοίτα πως γελούν και ξημερώνει εν μέση νυκτώς! Χρωματιστές σφαίρες σε καλούν να τις φιλήσεις και τις χαζεύεις από απόσταση χωρίς να επεμβένεις στο παιχνίδι με τις κούνιες και τα πηδήγματα. Εσύ ζητάς άλλο ένα ποτήρι με ρούμι και κοιτάς τις στάχτες μου. Ποιόν κοροϊδεύω; Από την πρώτη στιγμή ήξερα πώς ήθελες να με σκοτώσεις και σε παντρεύτηκα γιατί ήθελα το θάνατο. Είμαι μαζί σου και σε παρατηρώ να με συλλογίζεσαι, έτσι τριμμένη στο μεταξένιο σακουλάκι, στιβαγμένη, ανακατωμένη, παρατημένη στη διπλανή καρέκλα. Όταν κουραστείς να κοιτάς το κασελάκι θα απομακρυνθείς χωρίς καμία τύψη, μπορώ να σε δώ χαμογελαστό μπροστά στη μπάρα. Με το που θα παραγγείλεις το επόμενο ρούμι θα πάω σπίτι. Δε μπορούσα να μείνω πολύ ώρα σε αυτή την άλλη διάσταση – για ποιο σκοπό; – θέλω να μείνω σπίτι και να στρέψω τη σκέψη μου σε αυτό τον πράσινο κήπο, το ζωντανό και γεμάτο μανταρίνια που με καλούν από μακρυά, πορτοκαλί γάτες που κηνυγιόνται τρέχοντας, μια από αυτές τρέχει κατά μέρους μου να προστατευτεί από τις άλλες, να με χρησιμοποιήσει σαν ασπίδα, και εγώ στρέφομαι με τις κόρες των ματιών τρεμάμενες, εκείνη αγγίζει το πορτοκαλί δέρμα της στο πρόσωπό μου κι έτσι από τόσο κοντά ρωτάει αν μπορώ να φτιάξω ποπκόρν κι επομένως τρέχω στην κατάψυξη, τη γεμάτη από παγωμένες γρανίτες, με τις οποίες γλυκαίνωμαι και με το παραπάνω, για να ξεχάσουν οι άλλοι ότι είμαι μια θλιμένη γυναίκα. Ότι η καρδιά μου είναι ένα φάντασμα – μην κλαίς! – ο παγωμένος αέρας της κατάψυξης σε όλο μου το πρόσωπο – μην την κοιτάς στα μάτια! Φοβάμαι να συναντηθώ με τα μάτια της, ναι, τα μάτια πλάσματος τόσο αθώου και ζωντανού σαν μια αχτίδα φωτός που σου επιστρέφει την καρδιά μεμιάς. Αντε βγάλε αυτές τις γρανίτες με τη ζάχαρη και βάλε την κατσαρόλα στη φωτιά. Δε θα σου δόσω τη χαρά να με ξεφορτωθείς. Publicado en el Confabulario este domingo 15 de marzo de 2015 por Yesenia García.
κι ένα ποίημα για πορτοκάλια του Jaime Torres Bodet διαβάζω σήμερα, συνοδευόμενο από τον πίνακα της Γαλλίδας ζωγράφου Virginie Demont-Breton: http://confabulario.eluniversal.com.mx/ultimos-poemas/