Τα παιδιά της τραμουντάνας

Μυθιστόρημα του Άρη Σκιαδόπουλου. Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Αθήνα 2012.

Πασχίζω να θυμηθώ πώς βρέθηκε στα χέρια μου το βιβλίο. Στην ξενιτιά οι αισθήσεις που δημιουργεί ένα αυθεντικό έργο βιώνονται πιο έντονα, ή έτσι μου φαίνεται. Λέει στο τέλος του (6 Μάη 2012): “Μάλλον δεν αντιστάθηκα όσο έπρεπε σ΄αυτά που θα ‘πρεπε.”

Ποιός που συλλογίζεται δεν έχει αναρωτηθεί το ίδιο;

Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου. Ούτε μια ώρα δρόμος από το πατρικό μας και πόσο λίγο τη γνωρίζω… Για τους ψαράδες μου μίλησε πολλές φορές ο Σπίνος. Όχι ο σπιούνος του βιβλίου, κι ας είναι συνονόματοι. Ο φίλος μου που τον μεγάλωσαν με τον καθημερινό αγώνα στη θάλασσα και μου γνώρισε τον πατέρα του πριν μας αφήσει χρόνους.

Screen Shot 2015-10-22 at 10.45.21 PM

Εκείνη τη μέρα είχα επιστρέψει από Γερμανία όπου ήμουνα για 4 χρόνια μεταπτυχιακός φοιτητής και είμασταν σε μία από τις καλοκαιρινές κινητοποιήσεις της ΚΝΕ που συνδιάζουν κατασκήνωση με αντιιμπεριαλιστική διαδήλωση. Νομίζω στη Θεσσαλονίκη, όπου φάγαμε χημικά στο λιμάνι, για να μην ενοχληθεί κάποιο ΝΑΤΟϊκό πλοίο. Ήταν μπροστά μου και η Λιάνα Κανέλλη και τις είχε φάει κι εκείνη (με γκλομπ στην πλάτη), έτσι που όταν πρωτοσυνεργάστηκε το ΚΚΕ μαζί της λίγο αργότερα, είχα πιο θετική εικόνα από άλλους. (Από τη μακροχρόνια στάση της, τούτη η συνεργασία φαίνεται πως είχε βάση.) Η σχετική αναστάτωση καθυστέρησε την αναχώρηση μας για Πάτρα. Κάπου στις 4 το πρωΐ ακούω κλάματα στο λεωφορείο. Πλησιάζω ένα σύντροφο και ρωτώ τι τρέχει. Είχε πιάσει πρόσφατα δουλειά στην Αμαλιάδα, έπρεπε να είναι παρών στις 7 το πρωΐ αλλοιώς θα έχανε τη θέση του, είχε υπολογίσει ότι θα προλάβαινε κάποιο λεωφορείο γραμμής στις 5:30 το πρωΐ – τώρα δεν προλάβαινε…

Βρήκα λύση, μόλις περάσαμε από το Αντίρριο στο Ρίο, πήραμε ένα ταξί μέχρι το σπίτι μου λίγο παραπάνω, μπήκα μέσα χωρίς να ξυπνήσω τη μητέρα μου που ακόμα δε με είχε συναντήσει, βρήκα τα κλειδιά του αυτοκινήτου της και τον πήγα στην Αμαλιάδα. Φτάσαμε ένα τέταρτο πριν τις 7 και ο σύντροφος (τον οποίο δεν ξανάδα) ήταν χαρούμενος. Μόλις τον άφησα, ένιωσα την πρώτη κούραση και σκέφτηκα ότι ένας ελληνικός καφές θα ήταν ότι πρέπει. Εκεί θυμήθηκα και τον φίλο μου ψαρά (τον πατέρα του συμφοιτητή και φίλου μου Σπίνου) και την κυρά του, στο Κατάκωλο, λίγο δρόμο παραπέρα. Θα πάω να τους χαιρετίσω, σκέφτηκα, να μου φτιάξει η κυρά Γιώτα τον καφέ.

Έφτασα νωρίς, μα είδα κίνηση στο σπίτι. Βγαίνει η κυρά Γιώτα και πέφτει στην αγκαλιά μου κλαίγοντας: ο Θεός σε έστειλε αγόρι μου, ευχαριστώ που ήρθες! Έτσι ούτε τόσο δα δε ξαφνιάστηκε. Είχε πεθάνει λίγες ώρες πιο πριν ο λεβέντης, ο καλόκαρδος, ο δίκαιος ο πάντα εργαζόμενος ψαράς. Ο φίλος γιός του δεν είχε προλάβει να καταφθάσει ακόμα…

Τώρα εγώ τους κάθε λογής Θεούς τους λογαριάζω ανθρώπων καμώματα και σαν τέτοια τους κοροϊδεύω. Όμως δέχτηκα πως η κυρα Γιώτα είχε δίκιο. Πόσα τυχαία συμπέσανε για να βρεθώ τελείως απρογραμμάτιστα εκείνο το πρωΐ στο φιλόξενο σπιτάκι τους, που ξαφνικά είχε φτωχύνει έναν άνθρωπο, σαν κι εκείνους που εξύμνησε ο Άρης Σκιαδόπουλος στο βιβλίο του. Τον ευχαριστώ.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s