Το γλυκό κρασί της Σάμου και άλλα καλοκαιρινά αναγνώσματα

Το άλλο πρωΐ πήγα στην πλατεία του Γκύζη για το κούρεμά μου. Είχε 1-2 ανθρώπους πριν από μένα, γι’ αυτό και πέρασα πρώτα από ένα μικρό βιβλιοπωλείο, οπού προμηθεύτηκα τους παρακάτω τίτλους.

 

Οι έξι θάνατοι του Τζωρτζ Πολκ των Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Παπαϊωαννου (Εκδόσεις Πατάκη), Ανδρέας Λόντος και η επανάσταση της Γ’ Σεπτεμβρίου του Τάκη Αργ. Σταματόπουλου (Εκδόσεις Κάλβος), οι κάργιες της Αλκυόνης Παπαδάκη (Εκδόσεις Καλέντης).

 

Αυτά τα τρία βιβλία διάβασα στη Σάμο πρώτα, και μετά πήρα στα χέρια μου και ρούφηξα τις Σπονδές στο Διόνυσο Ανθοσμίας Σάμου, Διηγήματα Σαμιωτών Λογοτεχνών για το αμπέλι, το κρασί και… τον έρωτα (εκδόσεις υπερόριος)

 

Πέρασαν μια ντουζίνα μέρες ξεκούρασης στη Σαμιώτικη γη. Τις ευχαριστίες μου για τις υπέροχες γεύσεις που ετοιμάσανε και μας φιλέψανε οι ντόπιοι άνθρωποι. Από το μαρτύριο που περνούν οι χιλιάδες μετανάστες, εμείς είχαμε την τύχη να ανταμώσουμε με στιγμές τους παυσίπονες – στη μικρή παραλία της Ελεούσας δυο οικογένειες με σύνολο δέκα παιδιά, γνώριστηκαν με τη θάλασσα κάθε μέρα και πιο θαρρετά. Δυο ροζ τριανταφυλλάκια και τρία πράσινα λεμόνια έχουν τη δική τους ιστορία. Όσο για το κρασί, σε πείσμα των καιρών (και των ξενόδουλων πολιτικών) είναι ακόμα εδώ για να ευφραίνει.

 

Το διήγημα είναι δυνατό μέσο έκφρασης. Σε λίγες σελίδες κλείνει μερικές φορές τρεις-τέσσερις γενιές ανθρώπων, τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν ένα αιώνα. Ταρακουνιέσαι με τη στιγμιαία απόδοση μιας ζωής. Αυτά τα είχα ήδη ξανασκεφτεί, πριν διαβάσω τους Σαμιώτες, γιατί η Ιβανή, η Σανωτία, η Ατόπη η Φιλίνα κι η μικρή Γιασώ ήταν ένα σμαρί κάργιες, που τη νύχτα φώλιαζαν στα κυπαρίσσια κι έλεγαν ανθρώπινες ιστορίες…

 

Τα άλλα δυο βιβλία ήταν μελέτες. Τον Κοτζάμπαση Αντρέα Λόντο δε μπόρεσα να τον συμπαθήσω. Την τραχύτητα της ζωής των χωρικών επί τουρκοκρατίας και το κατά πόσο (μάλλον λίγο) άλλαξε η επανάσταση το «δίκιο» του ισχυρού (ίσων άδικο των καταπιεσμένων) σκεφτόμουνα, καθώς και το με ποια κριτήρια πρέπει να εξετάζουμε τη θέση κάθε ανθρώπου με τοπική εξουσία, ανάλογα με την ιστορική περίσταση. Αλλά και τι πρέπει να διδάσκουμε στα σχολεία για τα όσα έχουν συμβεί στον τόπο μας από τότε που κάπως τα γνωρίζουμε (γιατί να τα μαθαίνουμε με το σταγονόμετρο και αργά στη ζωή μας αν μένει χρόνος να τα ψάξουμε κι όχι μέσα στα σχολειά και τα πανεπιστήμια).

 

Όσο για τη δολοφόνια του τριανταπεντάχρονου Αμερικανού δημοσιογράφου στην καρδιά του Εμφυλίου, «μαζί με το κύριο ερώτημα ποιοι (και γιατί) σκότωσαν τον Πολκ, υπάρχει και το ερώτημα γιατί οι κυβερνήσεις τριών κρατών (Ηνωμένων Πολιτειών, Ελλάδας και Βρετανίας) συνεργάστηκαν στενά (και διαχρονικά) για να συγκαλύψουν τους δράστες.» Οι συγγραφείς δεν πήγαν παραπέρα από το να ξαναθέσουν το ερώτημα. Κρίμα, γιατί μοιάζουν να έχουν σχηματίσει εικόνα, που δεν τόλμησαν να θέσουν ξεκάθαρα. Αυτό που σίγουρα ανέδειξαν – από τον αδικαίωτο νομικά αγώνα να αναδείξει τη σκευωρία εις βάρους του ανθρώπου που διάλεξαν μυστικές υπηρεσίας και ξενόδουλη κυβέρνηση για να καλύψουν τους ενόχους – είναι το απογοητευτικό επίπεδο του συστήματος δικαιοσύνης στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος.

 

Και μια σύντομη συνομιλία με τα Σαμιακά διηγήματα:

 

Κώστας Θρασυβούλου – Ο πλειστηριασμός

Εκείνα τα χρόνια, είχαν όνομα κι επώνυμο τα κοράκια που πέφτανε πάνω στην άναγκη των δουλευτάδων να τους φάνε το βιός που με κόπο πάνω στο βουνό το χτίζαν.

 

Σταμάτης Βαλσάμος – Η Αργολογού

Να παντρευτείς από αγάπη κι όχι για τα λεφτά.

 

Μανόλης Βοϊκλής – Ο μπάρμπα-Μιχαήλος

Αδελφός σ’ αδελφό δε μίλαγε μετά τον εμφύλιο. Χώρισαν οι δρόμοι ανάλογα τι έπραξε καθείς.

 

Νίκος Ορφανός – Το μοναστηριακό αμπέλι

Από προπάππου σε παππού κι εγγόνι στους Νενέδες. (Μας το τέλειωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση.)

 

Παρασκευάς Ν. Βουδούρης – Ο τρύγος

Εννιά είναι, μη νοιάζεσαι

παντρεύεσαι, ξενοιάζεσαι και ξαναπαραδιάζεσαι

(κατ’ εξαίρεση)

 

Μαργαρίτα Ικαρίου – Σ’ ένα τσαμπί σταφύλι…

Της πεταλούδας το πέταγμα άκου

 

Σταύρος Κουτράκης – ο Α… μπελάς

Εμ, ποιο τέλους να τ΄ ’πώ; Του καλό ή του καλύτιρου;

Έμαθα από το φίλο συγγραφέα, ότι το διασκεύασε και για θεατρικό. Πόνεσα που άκουσα ότι ο άνθρωπος που είχε κατα νου να ερμηνεύσει τον Άγιο Πέτρο έχει να παλέψει ένα δύσκολο καρκίνο.

 

Άγγελος Δημ. Ρήγας – Το κόκκινο άλογο

Να ξαναρθ’ς αύριου… Ιγώ στουν Πύργου πήγα πέντι φουρές μέχρι να τ’νη δω.

 

Αθηνά Θάνου-Κάιλα – Ίμερος

Καλοκαιρινή διάπυρη συνάντηση, «στο ανεπλήρωτο βαθειά ρωγμή»

 

Κούλα Καραμηνά Πόθου – Ορφανά γιαπράκια

Έφαγε δάχτυλα τρία ο Γερμανός καταχτητής της Μυρσινιώς.

Σταφίδες και γλυκό Σαμιώτικο κρασί, η Μικρασιάτισα μαμά-γιαγιά Μαργίτσα

στη Μακρόνησο για τον αντάρτη Δημητρό ταξίδεψε για να προσφέρει.

Σήμερα η Άλκηστη εγγονή πώς ξένοιαστα να τραγουδά

 

«…

Στο πανέρι, ο άρτος το κρασί κι ένα αστέρι

κι η Μυρσινιώ στολίζει στο μιντέρι

το χράμι το μεταξτό, κειμήλιο υφαντό…»

 

κι ουχί το πονεμένο

 

«Ένα καιρό ήμουν άγγελος

τώρα αγγελίζουν άλλοι,

στη βρύση που ‘πινα νερό,

τώρα το πίνουν άλλοι…»

 

Σταμάτης Δανάς – Ο μυστικός γάμος

Του ονείρου (του παληκαριού και της κόρης των οικογενειών με τη βεντέτα) για τον αληθινόν (του γέρου και τσι γριάς που με τα πειραχτήρια του χωριού αναμετρηθήκανε)

 

Πέτρος Παπαεγωργίου – Το δάκρυ της Παναγίας

Το στοίχημα Lakrimo di Kristi – Samos Dux στα μεταλλεία του Βελγίου

 

Έρη Ρίτσου – …και εγέντο οίνος

«Κάβα Ντιμής» (η ιστορία ενός κρασιού με όνομα εμπνευσμένο από ταξίδι στη Γαλλία). Καλά τα πήγε ο Δημητρός, εκεί που δεν το περιμένε κανείς.

 

Αγγελική Βαλεοντή-Δεμερτζή – Το τσάρλεστον

Όταν τα παιδιά είδαν τη μαμά να κάνει φιγούρες και δεν το ξέχασαν ποτέ. Αναγνώρισα τη συγγραφέα στη θέση Ξυνιάς του Κέρκη στην ετήσια εκδήλωση μνήμης και αγώνα για τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Δεν της μίλησα γιατί είχα σταματήσει το διάβασμα στο ακριβώς προηγούμενο διήγημα και ντράπηκα που δε θυμώμουν τι είχε καταθέσει εκείνη στην ανθοσμία… (ενα χορό, άλλο πράγμα)

 

Φάνης Καπλάνης – Ο συνταξιδιώτης

Τα πειραχτήρια να φοβήθηκε ο συγγραφέας και έβαλε ψευδώνυμο; Πάντως εκείνο το κρασάτο φιλί στην υπώγα είναι από τα πιο όμορφα που έχω δοκιμάσει. Εις υγείαν!

(Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο συγγραφέας βρίσκεται ανάμεσα στους ονοματισμένους της συλλογής)

 

Στάμος Δημητρόπουλος – Το Διήγημα

Δεν το τέλεψε, μικρός. Σα μεγαλώσει ίσως;

 

Γιώργος Βοϊκλής – Έρωτας στο διαδίκτυο

Ο επιμελητής του βιβλίου αξίζει θερμά συγχαρητήρια. Το βιβλίο προλογήθηκε από τον τότε Νομάρχη Σάμου Μανόλη Κάρλα. Ένας πανερωτικός πίνακας στο εξώφυλλο είναι το έργο του Γιώργου Γεωργακόπουλου «Σπονδή στο Διόνυσο», ενώ εξ’ ίσου ενδιαφέρον πίνακας «Το δισκάφισμα του αμπελιού» κοσμεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Το διήγημά του αφήνει άλυτο τον εξής γρύφο. Ποιον έχει ο Σάτυρος (κατά κόσμον Φάνης) να ευχαριστεί: το γλυκό Σαμιώτικο που είχε γευτεί η Δάφνη πριν από το αεροπλάνο κατεβεί;

 

«…

Μέχρι που ο μέγας Διόνυσος μου άνοιξε τα μάτια.

Μόλις της έδωσα να πιει μια κούπα άκρατον ανθοσμία

υπάκουα με ακολούθησε

κι ολόγυμνη αφέθηκε στην αγκαλιά μου…»

 

ή το σύγχρονο τρόπο επικοινωνίας που επέτρεψε τις στους δυο να γνωριστούν ενώ ήταν ακόμα νίοι;

 

Κλείνω αυτές τις γραμμές, στο Κάτω Καστρίτσι πια της Αχαΐας, βαρκάδα με τη Νοσταλγό του Παπαδιαμάντη…

2 thoughts on “Το γλυκό κρασί της Σάμου και άλλα καλοκαιρινά αναγνώσματα

  1. Φίλε Φάνη.Διάβασα στην ιστοσελίδα σου τα σχόλιά σου για την επίσκεψή σου στη Σάμο και για τις “Σπονδές στο Διόνυσο” και σ’ ευχαριστώ για τη χαρά που μου χάρισες. Σε μια από τις επισκέψεις μου σε σχολεία για να κουβεντιάσω με τα παιδιά για τα βιβλία μου που απευθύνονται σε παιδιά και εφήβους, ένας μαθητής με ρώτησε: Πώς αισθάνεται ένας συγγραφέας όταν γράφει ένα βιβλίο; Του απάντησα: Όπως ένας ναυαγός σε ένα έρημο νησί που έχει ένα μπλοκ, ένα μολύβι και πολλά μπουκάλια. Γράφει μηνύματα, τα κλείνει στα μπουκάλια και τα πετάει στη θάλασσα. Αν κάποιος βρει ένα από αυτά και τον αναζητήσει, όπως τώρα εσείς αισθάνεται ευτυχής, γιατί η δουλειά του “έπιασε τόπο”. Έτσι και με τη δική σου ανάρτηση, δώδεκα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου. Όσο για το ψευδώνυμο, ο λόγος είναι ότι ο κανονισμός της συλλογής προέβλεπε ένα διήγημα από κάθε συγγραφέα. Σ’ ευχαριστώ και πάλι και εύχομαι καλή αντάμωση (ίσως στον Ξυνιά, που μόνο φέτος δεν ήρθα, γιατί είναι η πρώτη χρονιά, εδώ και πολλά χρόνια, που δεν ήρθα στη Σάμο). Γεια χαρά, Γιώργος

Leave a comment