Μανώλης Ρεμπουλάκης | 1939-2019

Έκδοση πρώτη. Αυθόρμητη. Υπάρχουν διάφορα που δε θυμάμαι και θέλω να δουλέψω με τον γκαρδιακό μου φίλο Χρόνη, τον πρωτότοκο από τους δυο γιούς του Μανώλη, ώστε να αφήσουμε στο διαδίκτυο μια μαρτυρία για τον πατέρα του. “Ήταν καλός πατέρας” τα πρώτα λόγια του Χρόνη μόλις μου ανακοίνωσε το μαντάτο. Λίγες ώρες πριν, ο αδελφός του Νίκος πρόλαβε να καλέσει ασθενοφόρο, που όμως δεν πρόλαβε να φτάσει στα Χανιά τον – καταπονημένο είναι αλήθεια – γέρο αγρότη και παππού (με τα εγγόνια στην ξενιτιά). Έχασε τη γυναίκα του νωρίς και μεγάλωσε σε μεγάλο βαθμό τους δυο του γιούς μόνος.

Τα Ζυμβραγού είναι κρυμμένα από λόφους καλυμμένους στην ελιά. Το λάδι υπήρξε ο βασικός τροφοδότης της τριμελούς οικογένειας, όπως και τόσων άλλων οικογενειών στην Κρήτη. Όσο σπουδάζαμε με τον Χρόνη, και πριν γνωρίσω τον πατέρα, θυμάμαι τρία χαρακτηριστικά. Πρώτον: την τσικουδιά που μας έστελνε και πίναμε στο δωματιάκι της εστίας. Δεύτερον: ότι ο Χρόνης δεν έκανε διακοπές τα Χριστούγεννα όπως όλοι οι άλλοι, κατέβαινε στην Κρήτη να μαζέψουνε τις ελιές. Τρίτον: ότι ο Χρόνης λάμβανε ένα βοήθημα από τον Μανώλη μια φορά το μήνα. Του διαρκούσε δύο μόλις μέρες: την πρώτη μέρα επέστρεφε σε όλους και με προσοχή ότι είχε χρειαστεί κάποια στιγμή τις υπόλοιπες εικοσιοχτώ, τη δεύτερη μέρα κερνούσε γεναιόδωρα όποιους φίλους και τους φίλους των φίλων τύχαινε να συναπαντήσει, την τρίτη μέρα και μέχρι το τέλος του μήνα έπρεπε να τη βγάλει με το φαγητό της φοιτητικής εστίας, είχε ήδη μείνει ταπί. Δεν έχω γνωρίσει ακόμα άνθρωπο να μην αγαπούσε τον Χρόνη. Αν και μέλος στις Πανσπουδαστικές Κινήσεις Συνεργασίας, διατηρούσε φίλους κολλητούς, ενεργά μέλη και των τριών αντίπαλων φοιτητικών παρατάξεων. Όποιος έχει γνωρίσει το νεανικό πάθος με το οποίο συγκρούονται οι διαφορετικές ιδεολογικές τοποθετήσεις, θα καταλάβει χωρίς περισσότερα για το ξεχωριστό παιδί που είχε μεγαλώσει ο Μανώλης.

Κάθε δυο χρόνια μαζεύεται στην ορθόδοξο ακαδημία της Κρήτης στο Κολυμπάρι ένα σημαντικό τμήμα της παγκόσμιας επιστημονικής αφρόκρεμας, βιολόγων που έχουν επικεντρώσει τα πειράματά τους στο μυγάκι της Δροσοφίλης. Το συνέδριο ελίτ πρωτοξεκίνησε ο Φώτης Καφάτος, κι εκείνος εξέχων παιδί της Κρήτης. Είχα την καλή τύχη να παρευρίσκομαι ώς εκπαιδευόμενος μεταπτυχιακός και αργότερα ερευνητής από το 1998 μέχρι και το 2008 στα σχετικά συνέδρια. Όλες τις φορές συνδύαζα το επιστημονικό ταξίδι με διακοπές και περνούσαμε από το σπίτι του Μανώλη. Από τα χίλια μύρια που μου δίδαξε για τη ζωή στο χωριό, αλλά και για τη νεώτερη Ιστορία σε αυτή τη γωνιά της Ελλάδας, δυο μονάχα θέλω σήμερα να μοιραστώ. Το πρώτο είναι από τις αρχικές μας συζητήσεις, θέμα πολιτικό. Τότε που βασικός σκοπός της ζωής μου ήταν η επαναστατική μετατροπή της κοινωνίας, η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, η απελευθέρωση των δημιουργικών στοιχείων κάθε ανθρώπου και η κατάθεσή τους στην (και καλλιέργειά τους από την) κομμουνιστική κοινωνία. Αργότερα μπλέχτηκε και το συγκεκριμένο ερώτημα του τι θέλω να προσφέρω στην επιστήμη και με ποιο τρόπο, όπου ο Μανώλης έπαιξε σημαντικό ρόλο σε μια κρίσιμη απόφαση που είχα να πάρω. Ας τα δούμε λοιπόν.

Δυο απλά, γειτονικά σπίτια βρίσκονται σε μια καμπή ενός από των δύο στενών αγροτικών δρόμων που διασχίζουν τα Ζυμβραγού. Είναι τα σπίτια του Μανώλη και του Περικλή, αδελφών. Τα σπίτια έχουν κεντρικές εισόδους, αλλά πάντοτε (μόνη εξαίρεση η μέρα του γάμου του Χρόνη με την Ταμάρ) περνάγαμε ανάμεσα από τα δύο και στο πίσω μέρος ήταν η αυλή, έστριβες αριστερά για το σπίτι του Μανώλη. Ο χώρος της αυλής ορίζεται και από τον πίσω τοίχο της εξωτερικής αγροτικής αποθήκης. Πάνω του ζωγράφισε ο Χρόνης ως παιδί κάποια ζώα, με πράσινη, κίτρινη και πορτοκαλί μπογιά. Σε μένα πάντα μιλούσαν: “καλώς όρισες στο σπίτι που μεγάλωσε ο φίλος σου”. Ο Έλληνας αγρότης έχει περάσει πολλά και στην αρχή περιμένει να σε γνωρίσει πριν ανοιχτεί, ακόμα κι αν είσαι φίλος του παιδιού του, άλλωστε τι ξέρει ένα παιδί στα είκοσι δυο του χρόνια. Στην Κρήτη, ο Μανώλης, όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των συγχωριανών του, υποστηρίζανε το ΠΑΣΟΚ. Σε μένα ήταν τελείως ανεξήγητο, ειδικά που γνώριζαν ένα σωρό στραβά που τους έκανε. Είπα, ξαναείπα, άφησα να πεί, επιχειρηματολόγησα. Κάποτε, άφησε ο κυρ Μανώλης τα κοροϊδέματα και ανοίχτηκε. Έθεσε τον εξής προβληματισμό για τη δράση του ΚΚΕ στο νησί, τα ηρωϊκά χρόνια της εθνικής αντίστασης και του δημοκρατικού στρατού Ελλάδας.

“Ήρθανε τότε Φάνη άνθρωποι με τις ιδέες σου στο νησί. Λίγοι είσαντε αυτοί που γνώριζαν, είχαν και κάποια ηλικία, αυτά που λέγανε πάντως πείσανε τα νιάτα και πήραν για το βουνό. Ποιοι όμως μπήκανε μπροστά; Τα παληκάρια μας σε όλα τα χωριά, πολλά αχνούδωτα ακόμα. Οι σύντροφοί σου μείνανε πίσω να καθοδηγούνε. Δε λέω, υπήρξανε και κάποιοι δικοί σας που πολεμήσανε, αλλά το χωριό (όπως και πολλά άλλα χωριά στην Κρήτη) είδε τα παιδιά μας να πέφτουνε στον αγώνα, η κατάσταση δεν άλλαξε από παλιά, πάλι από κάτω μας βάλανε, μόνο που τώρα είχαν όλα τα σπίτια ντυθεί στα μαύρα κι από πάνω μας βρίζανε για προδότες. Είδαμε όμως και κάποιους που είχαν έρθει να μας ξεσηκώσουν, να έχουν στη συνέχεια μεταφερθεί σε άλλα πόστα. Και καταλήξαμε πώς ήταν τα λόγια τους εκ του ασφαλούς, για να σηκώσουμε κεφάλι και να μας το κόψουν, λόγια κάποιων που ξέραν να φυλάγονται, ενώ τα δικά μας παιδιά πήγαν μέχρι το τέλος, άμυαλα, και έφυγαν τρυφερούδια. Το βρίσκεις σωστό εσύ αυτό; Γι’ αυτό δεν έχουμε εμπιστοσύνη.”

Δεν είναι εδώ το μέρος να σχολιάσω την θέση του Μανώλη. Θα πω μόνο πως γνωρίζω τουλάχιστον μια εκλογική αναμέτρηση, αργότερα, όταν μου είπε χαρούμενος ο Χρόνης πώς είχε ψηφίσει κι εκείνος (ο Μανώλης) το κόμμα (το ΚΚΕ). “Για εσάς, αφού το πιστεύετε”, του είχε πει.

Δεν ήταν λίγες οι χρονιές που ο Μανώλης έσφαξε αρνί δικό του, μάζεψε πατάτες, κολοκύθια, ντομάτες και τα λοιπά χρειαζούμενα από τον κήπο του και μαγείρεψε στην κατσαρόλα το πιο νόστιμο φαγητό. Πάντα είχε και το δικό του κρασί και τσικουδιά, από το αμπελάκι που διατηρούσε. Κόντευα να κλείσω τέσσερα χρόνια στη Γερμανία, όλα αφιερωμένα στο χαραχτηρισμό γονιδιών της μύγας, που τη βοηθάνε στη χρήση του οξυγόνου που αναπνέει κι εκείνη, όπως όλα τα ζώα. Σε λίγο θα υπερασπιζόμουν (σε πανεπιστήμιο του Καναδά) τα αποτελέσματα των ερευνών (επι το πλείστων πραγματοποιημένων σε ινστιτούτο της Γερμανίας) για να μου αποδοθεί ο τίτλος του διδαχτορικού. Εξού και σχετικός προβληματισμός μέσα μου για το πιο πρέπει να είναι το επόμενο βήμα. Ακόμα θυμάμαι κάθε μπουκιά που έβαζα στο στόμα, οι γεύσεις από το κρέας πυροδοτούσαν κύματα ντοπαμίνης στους νευρώνες που μεταφέρουν την αίσθηση της ικανοποίησης, οι πατάτες έλιωναν στο στόμα με μια γλύκα που επικοινωνούσε άμεσα με την καρδιά (κι ας ξεχνούσα τις σχετικές ορμόνες της υπόφυσης), τα κολοκυθάκια στη σάλτσα από λάδι και ντομάτα γαργαλούσαν ξεχωριστά τους μυς, έχοντας “παίξει” πρώτα με τα εγκεφαλικά συστήματα της μνήμης. Κι όλα αυτά μαζί να επανεργοποιούνται με τη γουλιά από το κρασί, με την αγάπη της παρέας, με το χαμόγελο του Μανώλη που ήθελε να μας ευχαριστήσει και να μας καλοσωρίσει.

Κι άρχισαν να βγαίνουν τα παράπονά μου. Για τα σύννεφα και την ομίχλη που καλύπτουν τον ήλιο τα δυο τρίτα του χρόνου τη βορινή Γοττίγγη. Για το κρύο που πιρούνιαζε τα κόκκαλα. Για την καθημερινή διατροφή στο εστιατόριο του ινστιτούτου (έχετε ακούσει καλά λόγια για τη Γερμανική κουζίνα;). Μου λείπανε οι φίλοι μου, μου έλειπε και η προοπτική να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο (κι ας πάλευαμε ως ΚΚΕ στην ξένη χώρα, εκεί δύσκολα έβρισκες ομοϊδεάτες). Τ’ άκουγε όλα αυτά ο Μανώλης, με κοιτά στα μάτια και μου λέει. “Φαίνεται πώς τα περνάς δύσκολα, Φάνη. Κι ότι στερείσαι πολλά που αυτός ο τόπος απλόχερα χαρίζει, το κλίμα, τις γεύσεις, τους γονείς, φίλους και συντρόφους σου. Για να κάνεις τόσες θυσίες, τόσα χρόνια, σημαίνει πώς καταπιάνεσαι με κάτι πολύ σημαντικό. Μπορείς να μου εξηγήσεις τι κάνεις;”

Δεν μπόρεσα εκείνο το δειλινό να απαντήσω. Του είπα θα το σκεφτώ και την άλλη φορά που θα βρεθούμε θα του απαντήσω. (Το προσπάθησα, κι αργότερα όταν δημοσιεύσαμε μια εργασία μαζί με το Χρόνη, του την έστειλα με συνοδευτική εκλαϊκευτική περίληψη, είχε άλλωστε να κάνει με το δάκο και την ελιά.) Ο Μανώλης εκείνο το καλοκαίρι κλώνησε βαθιά μέσα μου το θετικό πρόσιμο στην έννοια της “βασικής έρευνας”. Αποφάσισα να ασχοληθώ με βιοιατρικά θέματα – με τη θεραπεία νευροεκφυλιστικών νοσημάτων – κι έτσι διάλεξα ένα εργαστήριο στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Τουλάχιστον να μπορώ να ισχυριστώ ότι προσπαθώ να λιγοστέψω τον ανθρώπινο πόνο. Στην προσπάθεια συνειδητοποίησα πώς απαιτείται βαθύτερη κατανόηση των φυσιολογικών μηχανισμών, από αυτή που έχει ήδη αποσαφινηστεί, για να προταθούν πιο αποτελεσματικές θεραπείες. Πείσθηκα ότι η εμβάθυνση στην κατανόηση του πώς λειτουργεί η ζωή — μελετώντας πολλές μορφές της (σε μένα έτυχε να είναι κατ’ αρχήν οι μύγες) — βοηθάει συνολικά την ανθρωπότητα να σεβαστεί τη θέση της στον πλανήτη και να αντιμετωπίσει σειρά ασθενειών πιο αποτελεσμάτικα. Δε γνωρίζω ακόμα αν βρήκα νόημα στη ζωή μου κι ακόμα ψάχνομαι (επιστημονικά και πολιτικά, προσπαθώντας να τιμώ την πορεία μου), θεώρησα όμως ότι ο Μανώλης με ταρακούνησε βαθιά: αν κάνεις κάτι χρήσιμο, μάλλον οφείλεις να μπορείς να το εξηγήσεις με απλά λόγια στον πατέρα του κολλητού σου…

Ο Μανώλης Ρεμπουλάκης, αγρότης της ορεινής Κρήτης, ελαιοπαραγωγός, μας άφησε την Πέμπτη 10 Γενάρη του 2019. Ελαφρύ να ‘ναι το χώμα που σε σκεπάζει.

SAMSUNG CAMERA PICTURESΦωτογραφία το καλοκαίρι του 2015, οικογενειακή μας επίσκεψη στο Μανώλη.

dsc01864Στην κεντρική είσοδο, στο γάμο του Χρόνη και της Ταμάρ, το 2009.

Leave a comment