Το καθημερινό συναπάντημα

Τσικ, τσακ, τσίκι-τσίκι, τσακ!

κάτι ακούω

σα διαβαίνω

στη λεωφόρο

 

Ήπιε το χώμα τη βροχή κι έφτασε η υγρασία στο σπόρο. Ο κύκλος ζωής της κολοκυθιάς ξαναξεκίνησε. Ξύπνησαν τα κυτταράκια που είχαν αφυδατωθεί, ξεκουράζοντας το μεταβολισμό τους. Μίλησε το ένα στο άλλο, φτιάξαν βλαστό, φύλλα, ρίζες. Βακτήρια που αναπνέουν με το άζωτο της ατμόσφαιρας βρήκαν σπίτι στις ρίζες και δώσανε την αμμωνία στο φυτό, για τις πρωτεΐνες και τα νουκλεικά του οξέα. Οι ρίζες απορρόφησαν μαζί και φώσφορο, νεράκι, μέταλλα. Τα φύλλα, στην έξω μεριά, κάψανε το νεράκι πάνω σ’ ένα μικροσκοπικό μαγκάλι, οξυγονώνοντας έτσι τον αέρα, με τη βοήθεια του ήλιου που τον κατάπιε η χλωροφύλλη. Απορροφήσανε το λιγοστό διοξίδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και το μετατρέψανε σε σάκχαρο. Λίγο αργότερα, νά σου μια κολοκύθα, νά!

Μέσα της η κολοκύθα είχε σποράκια. Τη μάζεψε ο άνθρωπος και την ξέρανε. Κούφιασε από μέσα, μείναν όμως τα σπόρια. Κόλλησε στην άκρη της ένα ξύλο. Δεν ξέρω αν ήταν ο ίδιος άνθρωπος, μ’ αυτόν της ιστορίας που ξεκίνησα να σας πω, αυτός που έφτιαξε τη μαράκα. Η ιστορία μας όμως ξεκινάει με τον ήχο της: Τσικ, τσακ, τσίκι-τσίκι, τσακ! Είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστο άκουσμα, για τη λεοφώρο που βρίσκομαι. Τσικ, τσακ, τσίκι-τσίκι, τσακ! Ήσυχο, ρυθμικό άκουσμα, εκεί που συνήθως περνάνε θορυβώδη λεοφωρεία, αυτοκίνητα, μηχανές, φορτηγά. Ακόμα πιο παράξενη είναι η κατεύθυνση που παραπέμπει ο ήχος να ψάξεις για τον οργανοπαίχτη. Υπάρχει ένα στενό διάζωμα που χωρίζει τις έξι λωρίδες κυκλοφορίας (τρείς για καθεμιά από τις δυο αντίθετες κατευθύνσεις) ίσα ένα δένδρο φυτεμένο χωράει. Στα ριζά ενός από τα δένδρα βρίσκεται ξαπλωμένος, με την πλάτη στον κορμό του δέντρου, τα πόδια αραχτά. Μοιάζει αρκετά ατημέλητος, ρούχα φτωχικά – κάποιοι θα τα έλεγαν κουρέλια – μεγάλος σε ηλικία φαίνεται. Τσικ, τσακ, τσίκι-τσίκι, τσακ!

Πρέπει να πώ ότι Δευτέρα με Παρασκευή, τις περισσότερες εβδομάδες του χρόνου, περνώ δυο φορές από το ίδιο σημείο της απρόσμενης συνάντησης. Βρίσκεται μεταξύ του σπιτιού που μένω και του ερευνητικού κέντρου στο οποίο εργάζομαι. Σχεδόν πάντα ο λογισμός μου είναι σε κάποιο από τα θέματα που έχω να αντιμετωπίσω σε λίγα λεπτά αν είναι πρωΐ, ή την επόμενη μέρα (αν όχι το ίδιο βράδυ) σαν είναι απόγευμα. Γνωστοί έχουν καταλάβει ότι δεν περιεργάζομαι το χώρο στον οποίο κινούμαι, γιατί το μυαλό μου είναι συγκεντρωμένο αλλού. Στην αρχή διαμαρτύρονταν γιατί δεν τους έβλεπα μέσα στα αυτοκίνητά τους από όπου με χαιρετούσαν. Ο ήχος, όμως, τούτης της μαράκας ήταν ιδιαίτερα θελκτικός. Απόρρησα μια στιγμή τι έκανε σε εκείνο το δυσπρόσβατο σημείο ο οργανοπαίχτης, ειδικά που ίσα-ισα έφτανε ο χώρος να απλώσει τα πόδια του, ενώ σίγουρα το καυσαέριο που εισέπνεε ήταν πολύ, κι ενοχλητικό, μαζί με τον θόρυβο των ξεχαρβαλωμένων μηχανών, με τις οποίες κυκλοφορούν τα περισσότερα οχήματα.

Screen Shot 2018-09-26 at 11.35.14 PM

Παρόμοιες σκηνές ξεχνιούνται εύκολα. Δεν αμφιβάλλω ότι έτσι θα είχε συμβεί και με ετούτη την παράταιρη σύμπτωση – η μαράκα συνοδεύει μεν πολλούς λατινικούς σκοπούς (στην Πόλη του Μεξικού βρισκόμαστε, εν έτος δύο χιλιάδες δέκα οκτώ) αλλά συνήθως δεν είναι απόλυτα μόνη της, δυσπρόσιτη, ευάλωτη στην οχλαγωγία της μηχανοκίνησης. Θα την είχα ξεχάσει αν δεν ξανασυναντούσα τον οργανοπαίχτη τις επόμενες μέρες. Στο ίδιο δένδρο, αλλά και στο δίπλα μεγάλο δρόμο, που κι εκείνος έχει διάζωμα, πιο πλατύ (τρεις χακαράνδες πλάτος) και γρασιδάκι (πιο ταιριαστό μέρος για μουσικό άκουσμα). Από μακρία δε μπορούσα να δω λεπτομέριες, όμως ήταν φανερό ότι έβλεπα κάποιον που θύμιζε άστεγο. Υπήρχε μια σχετική εγκάταλειψη στη στάση του κορμιού, τα ρούχα ήταν κουρελιασμένα και βρώμικα, φαινόντουσαν τα καλάμια των ποδιών και τρύπια παπούτσια.

Τσικ, τσακ, τσίκι-τσίκι, τσακ! Μήπως έπαιζε μουσική για να τον βοηθήσουν με κάποιο κέρμα οι περαστικοί; Συγχωρέστε τη βλακεία της ερώτησης, το συναπάντημα με μουσικούς του δρόμου σε τούτη την πόλη είναι καθημερινό. Δεν είναι μόνο ότι οι Μεξικανοί αγαπούν βαθιά τη μουσική και το τραγούδι, ότι τραγουδούν τη ζωή. Είναι κι ότι έχουν ριζωμένο μέσα τους το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης. Δίνουν ένα κέρμα πολύ πιο εύκολα από ότι έχω δει στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου που γνώρισα. Κι είναι πάρα πολλοί εκείνοι που ζούνε από παρόμοια χαρτζιλίκια. Εδώ όμως δεν είχε κανένα νόημα η υπόθεση ότι η μαράκα ήταν πρόσκληση για οικονομική ενίσχυση. Το να περάσεις τρεις λωρίδες κυκλοφορίας σε σημείο επικίνδυνο, μόνο και μόνο για να δόσεις ένα κέρμα, και στη συνέχεια να χρειάζεται να τις ξαναπέρασεις, ποιος θα το έκανε; Ποτέ δεν είδα κάποιον να πλησιάζει τον οργανοπαίχτη.

Θέλησα να μάθω περισσότερα για εκείνον. Πριν βρω κάποιο τρόπο επικοινωνίας, πέρασε από το διάζωμα στο φαρδύτερο πεζοδρόμιο. Έτσι μπορούσα να τον περιεργαστώ από πιο κοντά στο καθημερινό μας συναπάντημα. Όμως η μαράκα σώπασε. Δεν ξέρω αν την έχασε, ή την έχει ακόμα, αν και δε φαίνεται να έχει τίποτα περισσότερο από μια κουρελού και πολλές πλαστικές σακούλες, όλες ανάκατα μέσα σε μια άλλη πλαστική σακούλα, όχι ιδιαίτερα μεγάλη. Η πιο συνηθισμένη του στάση είναι με την πλάτη στον τοίχο, καθισμένος πάνω στην κουρελού, με τα πόδια απλωμένα, λίγο ανοιχτά. Τα καλάμια του είναι σκέτο κόκκαλο και πετσί, το πετσί είναι πολλά χρώματα, σα να κάνουν πάρτυ διάφοροι μικροοργανισμοί πάνω στο γυμνό δέρμα. Πιο ενδιαφέροντα είναι τα μάτια του, αν και μόνο το ένα είναι ανοιχτό (το άλλο μετα βίας μια σχισμή). Κοιτούν το κάθε τι περνά μπροστά τους, κάποτε κοιταζόμαστε. Τον χαιρετώ δειλά. Ποτέ δεν απάντησε στο χαιρετισμό, αλλά και ποτέ δεν απέφυγε το βλέμμα. Δεν παρεξήγησα που δεν απάντησε, πάντοτε ένοιωθα ότι ο χαιρετισμός μου ήταν πολύ αδύνατος, σχεδόν ψόφιος.

Παρένθεση. Ο Μάνος Λοΐζος είναι από τους αγαπήμενους μου Έλληνες τραγουδιστές. Συχνά τον σιγοτραγουδώ και κάποιες φορές ξεχωρίζω το «μια καλημέρα είναι αυτή. Πες τη, κι ας πέσει χάμω.» Εδώ οι άνθρωποι σου δίνουν την καλημέρα σχεδόν πάντα με χαμόγελο. Κι έτσι λιγότερο συχνά θυμάμαι αυτή τη μελωδία του Μάνου, που σε πιο αγέλαστες κοινωνίες, μου έκανε παρέα, μ’ εμψύχωνε, μου θύμιζε τι εστί άνθρωπος.

Τα ανοιχτό του μάτι είναι κόκκινο, από τα πολλά αγγεία του αμφιβληστροειδή. Κι όμως δεν εμπνέει μήτε φόβο, μήτε αηδεία, μήτε συμπόνια (ίσως λίγο συμπόνια, κατόπιν όμως σκέψης). Γιατί το βλέμμα είναι σταράτο, μοιάζει γεμάτο λεβεντιά, ανθρωπιά και γαλήνη. Το μάτι δουλεύει για να βλέπει τον εξωτερικό κόσμο όπως εκείνος περνάει από μπροστά του. Δεν κρύβεται, ούτε κρύβει. Δεν χρησιμοποιείται ως μέσο επικοινωνίας, κύρια γιατί δεν ψάχνει αποδέκτη, αλλά λειτουργεί μοναχά ως δέκτης ερεθισμάτων. Κι όμως δε μοιάζει αναίσθητο, τουναντίον, καταγράφει, συνεχώς καταγράφει χωρίς φόβο, χωρίς παρωπίδες και η όποια αντίδραση στα ερεθίσματα αναμένει να ανακαλυφθεί.

Σχεδόν πάντοτε ο πρώην οργανοπαίχτης, νυν συναπαντητής του δρόμου, καπνίζει κάποιο αποτσίγαρο. Σπάνια τον είδα να τρώει. Ποτέ δεν τον είδα να πίνει, αν και κάποιες φορές μύρισα αλκοόλ. Σχεδόν πάντοτε καπνίζει. Σκέφτομαι η νικοτίνη πρέπει να σβήνει κάποιον εσωτερικό πόνο. Κι όμως, τον πόνο δεν τον είδα ποτέ να εκφράζεται, μόνο τον φαντάζομαι από το πάθος της τζούρας και από τη συνολική εικόνα του ανθρώπου. Καινούργιες απορρίες φυτρώσανε στο μυαλό μου. Που κάνει την ανάγκη του; Δεν έχω αμφιβολία για το που κοιμάται, η κουρελού είναι για μέρες στο ίδιο σημείο, κάτω από υπόστεγο. Την περίοδο των βροχών ρίχνει δυνατές νεροποντές το απόγευμα και το βράδυ. Ύστερα μεταφέρεται λίγα μέτρα παρακάτω, για μερικές μέρες, μετά επιστρέφει στο αρχικό σημείο.

Φτιάχνω υποθετικές προτάσεις για να του μιλήσω. «Με συγχωρείς για την εισβολή στον προσωπικό σου χώρο. Καλημέρα σου. Θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω.» Στη συνέχεια σκέφτομαι: μέχρι να ολοκληρώσω την πρώτη φράση, θα τα έχω κάνει ήδη σαλάτα, ποιος άλλος να τον προσέγγισε με τέτοια λόγια στο παρελθόν; Θα τα καταλάβει; Θα με πάρει για τρελό; Και τι θα σκεφτεί αν φτάσω στην καλημέρα; Δε δικαιούται να με διαολοστείλει; Που την είδα την καλημέρα για εκείνον; Δε βλέπω τα χάλια στα οποία βρίσκεται; Όσο για τη γνωριμία, με ποιο σκοπό γίνεται; Είναι ίσου προς ίσο; Όλα τα υπόλοιπα, νόημα δεν έχουν, επικίνδυνα μπορούν να είναι.

Κι αν προσπαθήσω «Θα ήθελα να σου κάνω ένα δώρο. Είναι κάτι που χρειάζεσαι;». Κατ΄αρχήν σκέφτομαι ότι το πιθανότερο είναι να συνεχίσει να με κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο που κάποιες φορές κολλάνε τα βλέμματά μας, χωρίς αντίδραση από την πλευρά του. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να πει κάτι (ποτέ δεν τον έχω ακούσει να μιλάει). Θα τον καταλάβω; Τελικά δε μιλάω. Είναι και αυτή η μυρωδιά που τον περιβάλλει. Αρχικά, μόνο φοβόμουνα μήπως από τη μπόχα δεν αντέξω να μείνω δίπλα του όσο χρειάζεται για να κουβεντιάσουμε, έστω και λίγο. Ύστερα μια πιο επαίσχυντη σκέψη με έκανε άλλη μια φορά να ντρέπομαι τον εαυτό μου: κι αν το ανοσοποιητικό μου σύστημα δεν αντέχει τα μικρόβια που τον περιβάλλουν και αρρωστήσω λόγω της γειτνίασης; Τόσο υποκριτική η επιθυμία να βοηθήσω.

Κι όμως ο ατελέσφορος νοητικός αυνανισμός συνεχίζεται. Σκέφτομαι να του δόσω χρήματα, τσιγάρα, ένα σάκο να βάζει τα πραγματά του, ένα πανοφόρι (αυτό κάποιος άλλος το σκέφτηκε, γιατί μια μέρα βρέθηκε μ’ ένα κάπως καλύτερο), αναπτήρα, κάλτσες, παντελόνι. Για όλα βρίσκω και από κάποια δικαιολογία ότι δεν είναι καλές ιδέες. Μου έρχονται στο νου εικόνες από τη Ζούγκλα του Άπτον Σινκλαίρ. Είναι άγνωστός μου αυτός ο συνάνθρωπος. Ποια η ιστορία του, ποιες οι τωρινές του επιθυμίες, απρόσιτες σε μένα. Με εξαίρεση, ίσως, το τσιγάρο, αλλά και πάλι, τι μάρκα; Περισσότερο βλέπω να χρησιμοποιεί καπνό. Τι ξέρω εγώ από αυτά; Και ακόμα: δεν του λείπει. Με κάποιο τρόπο είναι πάντα προμηθευμένος.

Σκέφτομαι πώς θα αντιδρούσε ο οργανισμός του, αν μπορούσε να πλυθεί καλά, να ντυθεί, να φάει και να ξαποστάσει. Κι ακόμα, ότι αν όλα αυτά γίνονταν, μήπως θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο έγκλημα να ξαναφεθεί στην τύχη του. Υπάρχει και η άποψη (η ελευθερία στον καπιταλισμό) ότι καλύτερα χύμα στο δρόμο, παρά περιορισμένος σε κάποιο κατάλυμα – αν υπήρχε τέτοιο. Σκέφτομαι για την κοινωνία που χτίζουμε, γεμάτη από ανθρώπους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Θα πρέπει κάποτε από μέσα του να τραγουδάει κι εκείνος, είμαι γι’ αυτό βέβαιος. Πιάνω έναν άλλο αγαπημένο σκοπό. Άλλωστε στις τόσες ντροπές της συνείδησης, χωράει κι άλλη μία. Μήπως η μαράκα έλεγε:

Τικ, τακ, τίκι-τίκι, τακ!

κάν’ ή καρδιά μου

σα σε βλέπω

να διαβαίνεις

 

2 thoughts on “Το καθημερινό συναπάντημα

  1. Στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς, στο Πολύγωνο, Αθήνα, τελευταία μέρα των φετινών διακοπών, πιο σύντομων από άλλες χρονιές. Κάποιες λιχουδιές που ταξιδεύουν παραδοσιακά μαζί μας στο Μεξικό κάθε χρόνο. Σταματώ σε μια στοίβα βιβλία. Με ρωτάει η μάνα μου αν θέλω κάποιο. Ψάχνω τις λέω για τις κόρες μου. Θα τους τα πάρω εγώ, ξεκαθαρίζει. Βρίσκουμε δύο. “Μυστήριο στην αρχαία Αθήνα” του Θάνου Κονδύλη (το διαβάζουμε με τη Μυρσίνη), “Στα χνάρια του κουρσάρου Μπαρμπαρόσα” του Σπύρου Πετρουλάκη για την Τσεέλ. Όσο τα έψαχνα ξεδιάλεξε κι η μαμά “στην άκρη της νύχτας” του Κώστα Μουρσελά. Μήπως το θέλεις για το αεροπλάνο; ρώτησε.

    Στο αεροπλάνο ξεκίνησα να διαβάζω το θεατρικό έργο “Πυγμαλίωνας” του Bernard Shaw. Συμπαθητικό, με γέμισε με αναμνήσεις από τα πέντε χρόνια που πέρασα στο Λονδίνο. Χθες έμαθα άλλη μια είδηση από τον τελευταίο κοντινό φίλο που ακόμα εργαζότανε στο εκεί πανεπιστήμιο. Είχε φτάσει η ώρα κι εκεινού. Του έγραψα ότι η παρακμή έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που πλέον στις ιδέες που αυτοπροσδιορίζουν το ίδρυμα δε συμπεριλαμβάνεται ότι το ίδιο αποτελείται από τους μορφωμένους ανθρώπους που το απαρτίζουν. Κι έτσι δε “βλέπει” ότι με το να τους πετάει στα σκουπίδια, αυτοκαταστρέφεται.

    Ο Κώστας Μουρσελάς πραγματεύεται το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη “Όνειρο στο κύμα”. Αφιερώνει το βιβλίο στη γυναίκα και τα παιδιά του, ευχαριστεί δε τον Michel Fais που ήταν αφορμή να γραφτεί το βιβλίο. Κάπου στη μέση του μυθιστορήματος εμφανίζεται έντονα το ερώτημα του κατα πόσο ο βοσκός Αλέξανδρος συνάντησε τη Μοσχούλα και τι συνέβη τότε. Μου θύμισε τη δική μου εξιστόρηση πιο πάνω, η οποία κι εκείνη έχει συνέχεια. Που μέχρι σήμερα, νομίζω, την έχω κρατήσει για τον εαυτό μου.

    Ευχαριστώ, λοιπόν, με τη σειρά μου όλους του παραπάνω, αρχίζοντας από τη μαμά, που μου χάρισε λίγο περισσότερο ‘Ελλαδα στην άλλη άκρη του κόσμου, φέτος που τη χαρήκαμε πιο σύντομα από άλλα καλοκαίρια…

Leave a comment