“Μακάρι να είχα φτερά που να σκέπαζαν τα γλυκά παιδάκια σας, μαζί με τα υπόλοιπα, όλα, της γης.”
Στη μνήμη των αδελφών, θαλασσοπνιγμένων προσφύγων, αναδημοσιεύω διήγημα του αγαπημένου Σταύρου, από τη συλλογή “Μη θίγετε το φασισμό μου” (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2007). Προηγούμενες τραγωδίες οδήγησαν στη συγγραφή του, πριν ο καπιταλισμός του εικοστού πρώτου αιώνα ξεπεράσει τη λογοτεχνική κραυγή του ευαίσθητου καλλιτέχνη ξεβράζωντας για άλλη μια φορά, αμέτρητα πτώματα στο Αιγαίο.
Η ΜΙΚΡΗ ΜΟΥΡΙΟΜ ΚΑΙ Η ΚΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η μικρούλα Μουριόμ, έξυσε δυνατά τον αγκώνα της. Αυτό που την τσίμπησε είχε πολύ κακία! Ύστερα, όμως, από πολλή ώρα της άρεσε. Κάτι ψυχανεμίστηκε η μάνα και της σκέπασε το χέρι μ’ ένα κουρέλι. Ταρακουνήθηκαν απότομα και σφίχτηκε. “Μη φοβάσαι”, την άκουσε, “είναι καλή η θάλασσα”.
Χωμένη βαθιά στο διπλόφαρδο κόρφο, με τη μυρουδιά που την ημέρευε πιο δυνατή από παλιά, κρατούσε σφιχτά το δικό της παιδάκι από πλαστικό, στην αγκαλιά της. “Μη φοβάσαι”, του ψιθύρισε. “Δεν ακούς τη μάνα! Είναι καλή η θάλασσα, μικρό μου”. Ωστόσο έτρεμε. Κι άλλο δυνατό κούνημα. Κι άλλο ακόμα πιο δυνατό. Κάρφωσε τα νυχάκια της στο ρούχο. Μερικές πολύ κρύες σταγόνες έβρεξαν το κεφάλι της. Κοίταξε πάνω και είδε πολλά αστέρια που κουνιόταν σαν τρελά. Ζαλίστηκε λίγο.
Και στη γειτονιά της είχε τόσα πολλά σαν νύχτωνε. “Όταν μάθω να μετρώ πάνω από το δέκα, μια νύχτα, θα τα μετρήσουμε μαζί”, της είχε τάξει ο Ταρέκ – Ασίζ, ο φίλος της. “Εγώ ξέρω πόσα είναι”, του είπε κι εκείνος γέλασε με την ψυχή του. “Τι μας λες! Σιγά μην ξέρεις και τη θάλασσα!”.
Γύρω απ’ το σπίτι, γύρω κι απ’ το χωριό της, πού θάλασσα. Σκόνη και πέτρες. Κάθε φορά που περνούσαν τα μεγάλα, σκουροπράσινα αυτοκίνητα με τους στρατιώτες και τις βρισιές τους, γέμιζε ο τόπος απ’ αυτή τη σκόνη κι όλα πέθαιναν. Όταν σκέπασαν τον πατέρα της, μέσα στη γη, αυτό την πείραξε πιο πολύ κι απ’ τα ουρλιαχτά της μάνας της: “Αλίμονο, συμφορά μου!!! Ένας είναι ο Αλλάχ!!!”. Ήξερε καλά τι είναι να μπαίνει στη μύτη σου και να μη μπορείς να ανασάνεις.
Το μόνο νερό, ένα μεγάλο πηγάδι στην άκρη του χωριού. Είχε κι ένα δέντρο με τεράστιο κορμί μα πολύ λίγα κλαδιά. Δύσκολα έβρισκες τη σκιά του. Η γιαγιά έλεγε πως, κάποτε, χωρούσαν όλοι οι άνθρωποι από κάτω του, αλλά τώρα πια…
Τη θάλασσα όμως την ήξερε. Πολύ καιρό της έλεγε γι’ αυτήν, η μάνα της. “Θα δεις, είναι καλή η θάλασσα. Είναι τόοοσο μεγάλη και θα κάνουμε μαζί ένα ωραίο ταξίδι, να βρούμε το θείο Χαμέντ. Θα έχεις απ’ όλα τα καλά, λουλούδι μου. Αυτά που μας κλέψανε κι άλλα πολλά. Η θάλασσα τραγουδάει, το ξέρεις;” Το ήξερε. Κι αυτό κι άλλα πολλά, αληθινά ή όχι. Ήξερε πως ρουφάει όλα τα ποτάμια και γι’ αυτό είναι μεγάλη. Πως την περιδιαβαίνουνε διάφοροι Σεβάχ, που τους καταπίνει κι ύστερα τους ξερνάει πιο όμορφους και πιο σοφούς. Γεμάτη μπουκάλια με μηνύματα. Κι ο ήλιος, κάθε πρωί μ’ αυτή νίβει τη σκόνη απ’ τα μάτια του.
Το στομάχι της σφίχτηκε απότομα. Τώρα κουνιόταν συνέχεια κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Ένιωθε χάλια μα δε μίλησε. Κρατήθηκε απ’ το κουκλάκι της και του τραγούδησε ένα ολοκαίνουριο τραγούδι. Έλεγε για το μεγάλο τραπέζι που θα κάνανε στους φίλους της όταν γυρνούσαν στο σπίτι. Τραγουδούσε και έτρεμε σαν ψαράκι και κατάπινε την αναγούλα απ’ τ’ άδειο στομάχι της.
Στο μυαλό της ήρθε τότε που φέρανε τα δυο μεγάλα αδέρφια της. Πρόφτασε μια μόνο ματιά πριν την αρπάξουν, μα ήταν αρκετή για να χορτάσει αίμα ξερό, πηγμένο στη σκόνη. Έκανε εμετό κι ο Ταρέκ – Ασίζ της κρατούσε το χέρι κι έλεγε τραγουδιστά όλη την ώρα, “Ανάθεμα, ανάθεμα” μαζί με άλλα λόγια, ανάκατα. Με την πρώτη ευκαιρία θα του έγραφε σε ένα χαρτάκι μικρά, ωραία, κυματιστά γραμματάκια. Όσα ήξερε. Τι καλά που θα ήταν να τον είχε παρέα στο ταξίδι! Ήταν πολύ μεγάλο και βαρετό.
Νύχτα με νύχτα, πότε πάνω σε ζώα, πότε σε σαράβαλα καμιόνια και πολλές φορές με τα πόδια, ώρες ατέλειωτες. Είχε βαρεθεί και γκρίνιαζε, αλλά η μάνα της δεν τη μάλωσε ποτέ. Στο τέλος απελπίστηκε κι έπαψε να γκρινιάζει. Ακολουθούσε όσο μπορούσε αμίλητη κρατώντας το κουκλάκι της απ’ το πόδι, να κρεμανταλίζεται και μόνο κάπου και πού δάκρυζε χωρίς να κλαίει. Την ημέρα κρυμμένοι σε αποθήκες, πιο σκοτεινές κι απ’ τη νύχτα. Πάλι καλά που, κείνος ο βρόμικος γέρος, στην αρχή, της έδωσε το κουκλάκι. Είχε την έννοια του κι έτσι περνούσε η ώρα. “Στο σπίτι, να ξέρεις, έχω μια πολύ καλύτερη από σένα. Έμεινε να με περιμένει. Εσένα θα σε λέω…, Ταμίνα! Θέλεις;” Δεν την άφησαν να πάρει μαζί της τίποτα. Ούτε την αγαπημένη της κούκλα, να μην πιάνει τόπο. Έτσι κι αλλιώς, άλλα παιχνίδια δεν είχε.
Τα παιδιά στη γειτονιά παίζανε με σφαίρες και σίδερα που αφήνανε οι στρατιώτες. Δεν έμεινε και τίποτ’ άλλο πια. Εκείνη δεν τα πλησίαζε αυτά. Κάποια παιδιά είχαν ματώσει κι ένα σκοτώθηκε. Ο Ταρέκ – Ασίζ, έκανε μια μεγάλη πληγή στο χέρι του κι έτρεχε σα βαρεμένο κοτόπουλο, έτσι αστεία, που, η μικρή Μουριόμ, γελούσε συνέχεια, χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να της ξαναμιλήσει κι άλλος τόσος για να του μιλήσει εκείνη. Ύστερα, μια μέρα, πήγε στο σπίτι της μ’ ένα μπουκάλι δροσερό ποτό, για να γίνουν πάλι φίλοι.
“Διψάω, Ταρέκ – Ασίζ! Το στόμα μου στέγνωσε, καλέ μου φίλε!”. Το στόμα της, αλήθεια, ήταν κατάξερο. Απ’ το φόβο, ίσως. Η μάνα της έδωσε ένα πανί βρεγμένο και της χάιδεψε το μάγουλο με το ξυλιασμένο χέρι. “Σε λίγο θα σου δώσω νεράκι, καλή μου. Τώρα θα σε πειράξει. Κοντεύουμε, λουλούδι μου. Φάνηκαν τα φώτα. Να, τα βλέπεις;” Την άφησε για λίγο, τάχα για να τα δει, εκείνη προσπάθησε, μα το χάλι της χειροτέρεψε και μαζώχτηκε. Ρούφηξε το πανί μέχρι που στέγνωσε κι έμεινε να το ‘χει στο στόμα.
Κάτι χτύπησε τη βάρκα πολύ δυνατά κι ακούστηκαν φωνές. Γύρισε στην κούκλα της. “Μη φοβάσαι, κουτό”, μα ήταν η δική της καρδούλα που χοροπήδαγε. Η μάνα την έσφιξε κι άλλο. Άκουγε τώρα συνέχεια τους μεγάλους να φωνάζουν διάφορα και στο τέλος, πάντα, “Ένας είναι ο Αλλάχ”!. Της ήρθαν αναφιλητά. Προσπάθησε να κρατηθεί μα δεν τα κατάφερε. Ούτε να κλάψει μπορούσε, όπως μερικές γυναίκες που κλαίγανε δυνατά. Η μάνα, μέσα στη συμφορά, της έδωσε ένα μπισκότο. “Για το στομαχάκι σου, λουλούδι μου. Φά’ το, θα σου κάνει καλό. Φτάνουμε σε λίγο”.Τέτοια μπισκότα, της έδιναν πολλά στο ταξίδι. Στην αρχή της άρεσαν κι έφαγε αρκετά, μα στο τέλος τα βαρέθηκε. Στο σπίτι είχε πολύ καιρό να φάει μπισκότα. Και τα φαγητά ήταν λίγα πια. Όλο τα ίδια και πάλι καλά. Η μάνα της μασούλαγε ό,τι περίσσευε, η καημένη. Είχε γίνει πολύ αδύνατη και γριά. Όμως, τώρα που θα φτάνανε, θα τρώγανε μέχρι να χορτάσουν.Έχωσε ένα κομμάτι στο στόμα της, μα ‘κείνο τρίφτηκε και κόλλησε και δεν κατέβαινε με τίποτα. Ήταν κι αρμυρό. Δοκίμασε να το δώσει στην κούκλα της αλλά κει απάνω κάτι έγινε. Μεγάλος σαματάς, η βάρκα έγειρε πολύ, ακόμα κι άλλο και ήρθαν πολλά νερά. Πλατσούρισε στο σκοτάδι χωρίς να καταλαβαίνει το τι έγινε. “Μουριόόόμ, λουλούδι μου!!!”, άκουσε τη μάνα της, σαν από μακριά και μετά τίποτα. “Μάνααα, μη μ’ αφήνεις!!!” ούρλιαξε μια , παραλυμένη απ’ το φόβο κι ύστερα ένιωσε ένα χτύπημα κι ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι της. “Καλή μου θάλασσα! Σώσε με, καλή μου θάλασσα! Μάνα! Ταμίνα!” φώναξε και πείρε να σβήνει.
Έγειρε στο πλάι, κουλουριασμένη, σα να κοιμόταν μέσα στη χαλασιά. Μάζεψε τα χεράκια και τα πόδια και τα δαχτυλάκια των ποδιών ακόμα και βυθίστηκε ήσυχα – ήσυχα, και τότε…!
Ένα γαλακτερό φως την τύλιξε και την κρατούσε απαλά και μια κορδέλα θαλασσιά έσμιξε στ’ αφάλι της. Πείρε να γλυκαίνει το πρόσωπό της, σα να χαμογελούσε κι έβαλε τον αντίχειρα στο στόμα. Μερικές ιριδίζουσες πομφόλυγες βγήκαν απ’ τα χείλια της και πλανήθηκαν στο φωσφόρο συννεφάκι κατά που ήθελαν. Η Πλωτώ και η Κυμμοδόκη πρόστρεξαν, πάνω στα δελφίνια τους, να την κανακέψουν μ’ ένα τραγούδι που δεν ακούγεται στ’ αφτιά μας. Πλανώμενα μετέωρα στόλισαν μπουκέτα φωτονίων. Θρεμμένοι, ευγενικοί ιππόκαμποι τη φύλαγαν απ’ τ’ αρπακτικά και τους θεούς των, όσο ταξίδευε για τ’ όνειρο που θα ζωντάνευε τις χαμένες μέσα στα ψεύδη αλήθειες. Τότε ή Νέμεση θα έκανε σωστά τη δουλειά της κι η μικρή Μουριόμ, αγκαλιά με την καλή θάλασσα και τη μάνα της θα έστρωνε το μεγάλο τραπέζι για τους φίλους της και τ’ άλλα παιδιά της γης, τ’ αδικημένα…
Ψέματα!!! Μ’ ακούτε: Άθλια ψέματα! Τίποτα απ’ όλα τούτα, παρά μόνο θάνατος ανάξιος όσο κι η ζωή. Ευθύνες σκοτεινές, τάχα μου αξεδιάλυτες κι ένας ωκεανός άρρωστης ανοησίας. Όχου, άτυχο λουλουδάκι μου, που δε χρειάστηκε να σε ξεριζώσουν, όπως παλιότερα, γιατί έσυρες μόνη τις ριζούλες σου μέχρι το πουθενά. Οργή και θλίψη, μα πώς να σε θρηνήσω όπως σου πρέπει, που έρχεται η αυριανή και παίρνει με το έτσι θέλω τη θέση της. Άδικα σέρνεται η γραφίδα στο ψυχοχάρτι. Η μικρή Μουριόμ πνίγηκε, πάει!
Ο Νικόλας μάζεψε πάνω στη βάρκα τη “μάνα” του παραγαδιού. Κοίταξε τα ψάρια στο πανέρι και ευφράνθηκε. Ποιος να το ‘λεγε πως θα γινόταν τέτοια γαλήνη, μετά από μια τόσο άγρια νύχτα! “Όποιος πνίγηκε το μετάνιωσε”, μονολόγησε κι ύστερα, “Α, είναι καλή η θάλασσα”. Έβαλε πλώρη για το λιμάνι κι ούτε που πρόσεξε το πλαστικό κουκλάκι που λικνιζόταν εκεί κοντά, ύπτιο, γυμνούλι, μόνο.
Δημοσιευμένο και στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη, 12 Δεκέμβρη 2004.
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=2619559
Yamen Mohamad:
Ένα μήνυμα σε όλο τον κόσμο.
Το τι συμβαίνει στη Συρία είναι πέρα από κάθε φαντασία.
Μας σκοτώνουν χωρίς λόγο, μας φυλακίζουν, μας βασανίζουν μέχρι θανάτου.
Φεύγουμε κυνηγημένοι και προσπαθούμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια.
Στην Τουρκία μας εκμεταλλεύονται και προσπαθούμε να φτάσουμε στην Ελλάδα.
Στην προσπάθεια αυτή βυθιζόμαστε και εθελοντές όλων των θρησκειών και άθεοι προσπαθούν να μας βοηθήσουν.
Και ανακαλύπτουμε ότι κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται τον πόλεμο στην Συρία για να πετύχουν τους δικούς τους πολιτικούς στόχους. Και χάνουμε την αξιοπρέπειά μας, κουραζόμαστε, πνιγόμαστε και πεθαίνουμε, στο δρόμο προς αυτό που νομίζουμε παράδεισο, την Ευρωπαϊκή Ένωση…
Έχασα τα πάντα. Όσους αγαπούσα. Τον πατέρα, τη μητέρα , τη γυναίκα μου και τα πέντε αδέρφια μου.
Έφτασα στην Αθήνα… και βεβαιώθηκα ότι δεν ήταν παράδεισος…
Αποφάσισα να γυρίσω πίσω, στο βέβαιο θάνατο στη Συρία.
Εκεί που έθαψα όσους αγαπούσα.
Ευχαριστώ όλους τους εθελοντές και όλους τους λαούς όλων των θρησκειών.
Δεν ευχαριστώ καμιά κυβέρνηση.
Αναδημοσίευση από http://kinisienergoipolites.blogspot.mx/2016/04/blog-post_911.html
http://www.katiousa.gr/koinonia/ailan-eftychos-den-eides-ti-synecheia/
Από τη συλλογή “Λεύκωμα” του Βασίλη Λαδά. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2020.
ΟΜΟΙΩΜΑ
Μπορούμε άραγε να υποθέσουμε στους καιρούς που ζούμε
πως το παιδάκι που βρέθηκε πνιγμένο
σε παραλία του Αιγαίου μπρούμυτα σαν να κοιμόταν
ομοίωμα ήταν από πηλό της ερήμου πλασμένο
να πούμε πως το πραγματικό παιδί
την ώρα που αναποδογύρισε η βάρκα και βυθίζοταν
που πνίγονταν οι μετανάστες μαζί κι η μάνα του
ένας Θεός το σήκωσε και το μετέφερε ασφαλώς
σε μεγάλη πόλη της Ευρώπης
να ζήσει να μεγαλώσει να ευτυχήσει
κι αμέσως έπλασε από πηλό το ομοίωμά του
και τ’ άφησε στην παραλία
να θρηνηθεί και να ταφεί χώμα σε χώμα.
Να πούμε δηλαδή πως έπαιξε με τους θνητούς
ένα παιχνίδι να δοκιμάσει τις αντοχές τους
όπως συνέβει με την Ιφιγένεια
που δεν εσφάγη θυσία στο βωμό της Αυλίδας
για να σαλπάρουν τα καράβια προς την Τροία
αλλά οι θεοί την πήγαν στην Ταυρίδα
και στη θέση της ένα ελάφι εθυσιάσθη στον βωμό
χωρίς να το πάρουν χαμπάρι οι ζαλισμένοι Αχαιοί.
Ή όπως λένε ότι συνέβη με την ωραία Ελένη
ένα ομοίωμά της πάλι των θεών πήγε εκεί
κι αυτή έζησε δέκα χρόνια στην Αίγυπτο
μακριά από πολέμους και αντεκδικήσεις.
Και μπορούμε ακόμα να υποθέσουμε
ότι όπως επέστρεψαν η Ελένη και η Ιφιγένεια
Στη Σπάρτη και τις Μυκήνες
έτσι και το παιδάκι έφηβος πια
θα επιστρέψει στο χωριό του
και μάλιστα να υποθέσουμε πως η πνιγμένη μάνα του
θα το περιμένει στο σπίτι τους νεκραναστημένη
να το υποδεχθεί να του ετοιμάσει φαγητό
το κρεβάτι του να στρώσει να κοιμηθεί
όπως ακριβώς συμβαίνει στα μαγικά παραμύθια
που η δύναμη της αγάπης ανασταίνει.
‘Η όχι; Στους καιρούς που ζούμε του ορθολογισμού
οι θεοί δεν αναμειγνύονται στα ανθρώπινα
Ακίνητοι κάθονται στα βαριά ενδύματά τους μέσα.
Είναι στυγνό το πρόσωπο της Ιστορίας.
Παιδί ετάφη και όχι ομοίωμα από πηλό πλασμένο.
Διάβασα αυτές τις μέρες το διήγημα της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου-Χαλβατζή “Χωρίς Πατρίδα” που βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού Πρωτότυπου Λογοτεχνικού Έργου για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ στην κατηγορία.
Είναι διήγημα για δυνατές καρδιές που εύχομαι να διαδωθεί και να κουβεντιαστεί πλατιά. Την ευχαριστώ από τούτο το βήμα που επιτρέπει στην ανθρωπιά να βρίσκει ακόμα καταφύγιο στις καρδιές μας, παλεύοντας με τα ιμπεριαλιστικά τέρατα, που πρόσωπο δεν έχουν.