Είσαι από το μέρος που μαζεύεις
τα σκουπίδια.
Όπου δυο ηλιαχτήδες πέφτουν
στο ίδιο σημείο.
Αφού είδες την πρώτη,
περιμένεις τη δεύτερη.
Εδώ συνεχίζεις.
Όπου η γης ανοίγει
κι οι άνθρωποι συγκεντρώνονται.
.
Άλλη μια φορά άργησες να φτάσεις:
Ζείς χάρη στην ασυνέπειά σου,
γιατί δεν έδωσες παρών στο ραντεβού που
στις 13:14 σε κάλεσε
ο θάνατος,
τριάντα δύο χρόνια μετά
από το άλλο ραντεβού, στο οποίο, πάλι
δεν ήσουνα
στην ώρα σου.
Είσαι το θύμα που παραλήφθηκε.
Το κτήριο κατέρρευσε και δεν
είδες να περνά η ζωή μπροστά
στα μάτια σου, όπως συμβαίνει
στον κινηματογράφο.
Σε πόνεσε ένα μέρος του σώματός σου
που δεν ήξερες ότι υπήρχε:
το δέρμα της μνήμης,
που δεν έφερε σκηνές
της ζωής σου, αλλά του
ζώου που χαιρετά το δάμασμα
της ύλης.
Και το νερό θυμήθηκε
όταν ήταν άρχοντας
αυτού του τόπου.
Σείστηκαν οι ποταμοί.
Σείστηκαν τα σπίτια
που ανακαλύψαμε στους ποταμούς.
Μάζεψες τα βιβλία αλλοτινών
καιρών, που άφησες πίσω
μπροστά σε τούτες τις σελίδες.
.
Έβρεχε τουλούμια
μετά τους εορτασμούς
της πατρίδας,
που περισσότερο θύμιζαν διασκέδαση
παρα μεγαλοσύνη.
Αφήσαμε χώρο για τους ήρωες
του Σεπτέμβρη;
Φοβάσαι.
Έχεις την τιμή και την αξία να φοβάσαι.
Δεν ξέρεις τι να κάνεις,
αλλά κάτι κάνεις.
Δε θεμελίωσες την πόλη
ούτε την υπερασπίστηκες από εισβολείς.
.
Είσαι, κι αν είσαι, ένας κακομοίρης
της ιστορίας.
Αυτός που μαζεύει τα συντρίμια
μετά την τραγωδία.
Αυτός που στοιβάζει τούβλα,
μαζεύει πέτρες,
βρίσκει μια χτένα,
δυο παπούτσια που δε συνταιριάζουν,
ένα πορτοφόλι με φωτογραφίες.
Αυτός που τάξη βάζει στα διασκορπισμένα μέρη,
κομμάτι το κομμάτι,
υπολείμματα, μόνο υπολείμματα.
Ότι μπορούν τα χέρια.
.
Που δεν έχεις γάντια.
Που μοιράζεις νερό.
Που χαρίζεις τα φάρμακά σου
γιατί θεραπεύτηκες από την τρομάρα.
Που είδες το φεγγάρι και ονειρεύτηκες
πράγματα παράξενα, αλλά που δεν
ήξερες να ερμηνεύσεις.
Που άκουσες να νιαουρίζει ο γάτος σου
μισή ώρα νωρίτερα και μόνο
τον κατάλαβες στο πρώτο ταρακούνημα,
όταν το νερό κύλαγε στο καζανάκι.
Που προσευχήθηκες σε μια παράξενη
γλώσσα γιατί ξέχασες
πώς προσευχόμαστε.
Που θυμήθηκες ποιος ήσουνα
από ποιο τόπο.
Που πήγες να βρείς τα παιδιά σου
στο σχολείο.
.
Που σκέφτηκες όσους
είχαν παιδιά στο σχολείο.
Που έμεινες χωρίς μπαταρία.
Που βγήκες στο δρόμο να προσφέρεις
το κινητό σου.
Που μπήκες να κλέψεις
ένα εγκαταλελειμένο μπακάλικο
και το μετάνοιωσες
σ’ ένα κέντρο συλλογής βοήθειας.
Που ήξερες ότι γλίτωσες.
Που ξενύχτησες
για να κοιμηθούν οι άλλοι.
.
Που είσαι ντόπιος.
Που μόλις απ’ αλλού κατέφθασες
και είσαι ήδη ντόπιος.
Που λες “η πόλη” για να πεις
εγώ κι εσύ κι ο Πέντρο και η Μάρτα
και ο Φρανσίσκο και η Γκουανταλούπε.
Που είσαι δυο μέρες χωρίς φώς
ούτε νερό.
Που αναπνέεις ακόμα.
Που σήκωσες τη γροθιά
για να ζητήσεις να κάνουμε ησυχία.
Που σε ακούσαμε.
Που σηκώσαμε τις γροθιές μας.
Που σηκώσαμε τις γροθιές μας
για ν΄ακούσουμε αν κάποιος
ζούσε κι ακούσαμε
ένα μουρμουρητό.
Που δε σταματάμε να ακούμε.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Reforma, από τον Juan Villoro.
Σε απαγγελία του ίδιου, εδώ.
Μας μίλησε στο Cinvestav για το ανέβασμα θεατρικού του έργου, (ήταν μάλλον η γάτα του ποιήματος, μια και δυο φορές από τότε κουνηθήκαμε απ΄τον εγκέλαδο!)
Another account from Paco Goldman:
https://www.newyorker.com/culture/personal-history/a-history-of-my-mexico-city-home-in-earthquakes
Elena Poniatowska en la Jornada:
http://www.jornada.unam.mx/2017/09/24/cultura/a03a1cul
Και υψωμένες γροθιές στο 43ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή στο 49:35
Χθες είδαμε το θεατρικό έργο “Η ανυπακοή του Άρη“, στο οποίο ο Χουάν Βιγιόρο αρχικά παρουσιάζει διαλόγους μεταξύ των Τύχο Μπράχε και Γιοχάνες Κέπλερ, ο πρώτος Δανός αριστοκράτης, εξόριστος αλλά υπό την προστασία του βασιλιά της Βοημίας με εξαιρετικές αστρονομικές μετρήσεις που όμως δεν κατανοεί, ο δεύτερος ασθενικός, κυνηγημένος, ιδιοφυείς, χωρίς όραση που να επιτρέπει συλλογή δεδομένων, αλλά με πάθος να εξηγήσει την κίνηση των πλανητών. Ενδιαφέρεται ο Χουάν Βιογιόρο για την ένταση μεταξύ των Κέπλερ-Μπράχε, ο δεύτερος στα νιάτα του είδε με γυμνό μάτι την πρώτη σουπερνόβα, τον νοιάζει πρώτιστα η υστεροφημία του, βλέπει στον Κέπλερ ένα βοηθό που μπορεί να δώσει νόημα στις μετρήσεις του, από την άλλη ξέρει ότι αν το νόημα προσφέρει καλύτερη κοσμολογική κατανόηση θα μείνει με την επιστημονική δόξα ο νέος και όχι ο παλιός (που στην προκυμένη έχει τη δύναμη, αλλά είναι και πληγωμένος από τη Δανία).
Κάποια στιγμή στο έργο, αλλάζει η πλοκή και οι δυο ηθοποιοί, ο Γιοακίν Κόσιο και ο Χοσέ Μαρία δε Ταβίρα, αρχίζουν να παρουσιάζουν μια υποθετική πρόβα – προετοιμασία της παράστασης. Ο παλιός όταν πλησίαζε το ζενίθ της υποκριτικής του καριέρας είχε μια άσχημη στιγμή σε παράσταση του Μοντερρεΰ (οι λόγοι εξηγούνται, αλλά δεν είναι της ώρας) και πέρασε από το θέατρο σε σαπουνόπερες, βγάζοντας πολλά χρήματα, συντηρώντας 4 πρώην γυναίκες και 3 θυγατέρες (που δεν του μιλάνε επί του παρώντος). Ο νέος είναι φερέλπης, όμορφος, απόφοιτος πανεπιστημίου (του UNAM), ιδεολόγος, αρχικά αρνήθηκε τη συνεργασία, γιατί ντρεπόταν να ρίξει το επίπεδό του με την “ξεπουλημένη”, διάσημη καραβάνα που ξαφνικά αποφάσισε να επιστρέψει στο θέατρο. Οι διάλογοι των δύο ηθοποιών εναλλάσουν το παρών τους, με το παρελθόν (τους χαραχτήρες που προβάρουν), η γνωριμία τους είναι συναρπαστική, οι κόντρες τους όλο και περισσότερο θυμίζουν τις κόντρες του Μπράχε με τον Κέπλερ.

Ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στο Ελληνικό πολιτιστικό κέντρο (έτσι λέγεται, αν και η Ελλάδα μόνο ως πολιτισμός εκπροσωπείται, ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει περισσότερο). Εντυπωσιάστηκα, και από την παλιά γοτθική εκκλησία που είχε μια μοντέρνα έκφραση του Ρομέου και της Ιουλιέτας (μας αφήσανε να δούμε από την πόρτα ένα μικρό μέρος της παράστασης, που συνεχιζόταν μετά το τέλος του θεάτρου. Συνέβη κάτι ακόμα ασυνήθιστο: ρώτησα τη γυναίκα μου αν ξέρουμε ποια είναι μια όμορφη ηθοποιός σε ένα κάδρο: η Οφέλια Γκιλμέϊν μου αποκρίνεται. Εκτός από τη συμμετοχή της στο Ελληνικό πολιτιστικό κέντρο, άνοιξε και το πιο διάσημο ελληνικό εστιατόριο στην πόλη του Μεξικού: την “Αγάπη μου“.
Μόλις η δεύτερη θεατρική παράσταση που παρακολούθησα στο Μεξικό, μετά τις επίσης εξαιρετικές “δυο γυναίκες“. Οι δυο ηθοποιοί καταχειροκροτήθηκαν, γύρισαν χωρίς να κοπάσουν τα χειροκροτήματα και σήκωσαν ψηλά τις γροθιές τους.