Σοβιετική λογοτεχνία. Εφτά χρόνια μετά τη νίκη του κόκκινου στρατού εκδίδεται από τον Βσέβολοντ Κοτσέτοφ το μυθιστόρημα για την οικογένεια των Ζουρμπίν. Τα περισσότερα μέλη της (τρεις γενιές) εργάζονται σε διαφορετικούς τομείς των ναυπηγείων. Απ’ όλους, μόνο ο προπάππους Ματβέϊ γνώρισε τη Ρωσία πριν την επανάσταση
Ξέρετε πόσο με πλήρωνε ο Γερμανός Μπίσμαρκ; Είκοσι πέντε ρούβλια το χρόνο! Είκοσι πέντε! Και όχι την πρώτη χρονιά. Στην αρχή έπαιρνα μονάχα το νεροζούμι. Να έτρεφες ένα γουρούνι θα στοίχιζε περισσότερο… ή ακόμα τα χρόνια του Στολίπιν. Μου έχουν ματώσει την καρδιά. Έβγαινα από σοβαρή αρρώστια. Μόλις που κρατιόμουν στα πόδια μου. Που να πας; Είχα γυναίκα, κουτσούβελα… Όπου κι αν πήγαινα, δουλειά δεν είχε. Οι “μαύροι πίνακες”, τα πογκρόμ…
Ένας από τους γιούς του παππού Ιλιά, ο Αντόν, σπουδάζει στο Λενινγκραντ ναυπηγική κι επιστρέφει στο ναυπηγείο της Λάντα με εντολή να το εκσυγχρονίσει. Ιδού το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο παππούς – αρχιεργάτης του ναυπηγείου, αντιλαμβανόμενος τις αλλαγές που φέρνει η τεχνολογική πρόοδος στη βιομηχανική παραγωγή
Ο ήλιος είχε δύσει από πολλή ώρα μονάχα το τικ-τακ του ρολογιού του τραπεζιού και το πάφλασμα των κυμάτων στο μόλο αντίσκοβαν την ησυχία του μικρού γραφείου. Ο Ζουρμπίν μπορούσε ελεύθερα να συλλογίζεται αυτον τον άνθρωπο που λίγο νεόερος από αυτόν είχε αρχίσει να σπουδάζει. Θα στριμοχνόταν τελικά ο Ιλιά στο σχολικό εγχειρίδιο; Να σπουδάσει! Πού; Πώς; Τι πράγμα; Οι άνθρωποι πάνε δέκα χρόνια στο σχολείο και πέντε-έξι στο ινστιτούτο. Αν χρειαστεί να αρχίσει από την αρχή, θα χτυπιέται ώς τον τάφο του χωρίς να φτάσει στο τέλος της επιστήμης. Με ποιον να μιλήσει, ποιον να συμβουλευθεί; Τον Αντόν; Ο Αντόν είναι καλός σύμβουλος, μα πρέπει να κρατήσει το γόητρό του μες την οικογένεια και να μην αφήσει να δουν τον κλονισμό του. Να πάει στο διευθυντή, στον οργανωτικό γραμματέα; Μπορεί να μην τον καταλάβουν, να πουν πως γέρασε και θα ψάξουν να του βρουν πιο εύκολη, πιο απλή δουλειά. Να καλέσει κανένα γέρο μηχανικό να πιουν κανα ποτήρι βότκα και να τον ρωτήσει; Θα είναι αυτή καλή λύση; Οι γέροι μηχανικοί, ο Ζούρμπιν πολλές φορές το είχε διαπιστώσει, έχουν από πολύ καιρό πια ξεχάσει τις σχολικές τους σπουδές… Τι να κάνει λοιπόν;
Τελικά μια μέρα το αποφασίζει να προσεγγίσει μια νέα μηχανικό
Δε φανταζόταν πως θα του στοίχιζε τόσο κόπο ν’ αρχίσουν αυτήν τη συζήτηση. -Η υπόθεση που με έκανε να έρθω… Πώς να σας το εξηγήσω; Δηλαδή να, τι είμαι εγώ από την άποψη της επιστήμης; Η Ζίνα, απορώντας, άνοιξε περισσότερο τα μάτια της με τα χρυσαφένια τσίνορα. -Βλέπω πως η ερώτηση μου δεν είναι ευκολονόητη, συνέχισε ο Ζουρμπίν. Ας το πούμε αλλιώτικα. Δεν είχα την ευκαιρία να σπουδάσω στο σχολείο. Σπούδασα στις δεξαμενές. Αυτή η επιστήμη είναι γερή μα στενή, δε δίνει καθολική αντίληψη. Μελετώ λίγο μόνος μου, μα υπάρχουν πράγματα που δεν τα πιάνω, ξεπερνούν τις δυνατότητές μου. Και πάλι δεν κατάφερνε να πει την ουσία, το σκοπό της επίσκεψης του. -Θα θέλατε να σας βοηθήσω; ρώτησε η Ζίνα σαστισμένη, με ακόμη πιο ανοιχτά μάτια.
Πολλές στιγμές αναδυκνείει ο συγγραφέας τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπινου χαραχτήρα, τις περισσότερες φορές βρίσκοντας τρόπο να ενσωματώνεται στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις όχι. Όταν η οικογένεια αποχαιρετά τον ένα γιό που φεύγει σε ταξίδι και σβήνουν ξαφνικά τα φώτα, η μάνα βρίσκει την ευκαιρία στο σκοτάδι να τον ευλογίσει, σταυρώνοντάς τον. Οι έρωτες – και τα μπλεξίματα – των νεώτερων συνδιάζονται με τα όνειρά τους να προσφέρουν στην κοινωνία. Οι περιγραφές για το πως καλύτερα διευθύνονται ο πολιτιστικός σύλλογος ή το εργοστάσιο, τι συχνά παρατηρούμενα λάθη είναι καλό να αποφεύγονται, είναι ίσως τα σημεία που πιο άγρια χτυπούν οι κριτικοί του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Και όμως πόσο επίκαιρο είναι το παρακάτω “κήρυγμα”
Κάθε καθοδηγητής καταλαβαίνει με το δικό του τρόπο πως θα μπει στις ανθρώπινες καρδιές. Άλλοι θέλουν με κάθε τρόπο να γίνονται αγαπητοι, είναι όλο γλύκες και αφέλειες, ξανοίγονται με τους κατώτερούς τους, τους χτυπάνε στον ώμο, τους λένε “λεβέντη μου”, “αγαπητέ μου”, μα όλα αυτά ηχούν κάλπικα και καθετί κάλπικο απομακρύνει τον κόσμο. Άλλοι νομίζουν πως πρέπει να τους σέβονται ή να τους φοβούνται. Αν δεν τα καταφέρουν να εμπνεύσουν το σεβασμό, ποντάρουν στο φόβο. Μα ο φόβος είναι κακό μέσο για τη συνοχή μιας ομάδας, ενός συνεργείου. Οι αδύνατοι γίνονται κόλακες, υπάλληλοι που υποκρίνονται τον πρόθυμο, οι δυνατοί αρχίζουν την πάλη με τον καθοδηγητή τους και αυτή η πάλη σπαταλάει τζάμπα προπάθειες, δραστηριότητα και χρόνο. Οι αληθινοί καθοδηγητές δεν υπολογίζουν ούτε στη στοργή ούτε στο σεβασμό, ούτε στο φόβο, δρουν όπως τους το υπαγορεύει το καθήκον τους και η δική τους αφοσίωση στην κοινή υπόθεση. Ο δουλευτής και τίμιος άνθρωπος έχει πάντα το σεβασμό των άλλων, και ο σεβασμός φέρνει τη στοργή.
Για μια διαφορετική βιβλιοπαρουσίαση, μπορείτε να δείτε εδώ.
Προσωπικά, γέλασα με την καρδιά μου σε περισσότερο από ένα σημεία του έργου, συγκινήθηκα σε άλλα, προβληματίστικα με διλήμματα – τα περισσότερα παρόντα και στις παρούσες, πολύ πιο βάρβαρες, κοινωνικές συνθήκες, αλλά και για τα όσα θα επαναπροκύψουν στις επόμενες προσπάθειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Για το οπισθόφυλλο της νέας έκδοσης από τη Σύγχρονη Εποχή επιλέχθηκε ένας μικρός ύμνος στη θεωρία – και ακριβώς εκεί πονάμε σήμερα νομίζω: στη θεωρία!
Μπορείτε να δείτε και την ταινία (στα ρωσικά) εδώ