Ήταν πολύ όμορφη. Πράσινα μάτια, πλούσια κατσαρά μαλλιά, καλλίγραμμη. Κάπως ασυνήθιστο για τέτοια παρουσία, λιγομίλητη και μαζεμένη. Μίλαγε περισσότερο ο άντρας της, κι εκείνος ωραίος, με μάτια που καρφώνανε, αλλά και σε κοιτάζανε σε βάθος, έτσι που σε κέρδιζαν πολύ γρήγορα. Μίλαγε, φαίνεται, και για τους δυο. Ειδικά όταν πήγαινε η κουβέντα στην αγάπη του για τις μοτοσικλέτες – του άρεσε να διηγείται πώς όταν την πρωτογνώρισε εκείνη δίσταζε να ανέβει, αλλά σύντομα οι βόλτες τους καβάλα ήταν η καλύτερή της! Όταν γεννήθηκε η κόρη της, αποφάσισε να τις κόψει. Το μητρικό ένστικτο μαζί με όσα μαθαίνανε από τον κύκλο του συζύγου (η μηχανή έχει κινδύνους κι είχε χάσει φίλο γκαρδιακό). Αλλά εκείνον τον άφηνε, “ευτυχώς!”, έλεγε και χαμογελούσε. Οι στροφές στα δάση έξω από την πόλη υπάρχουν για να τις κατεβαίνουμε η παρέα, έλεγε. Τα μάτια του και το χαμόγελο. Αυτά ερωτεύτηκε το δίχως άλλο, καθρέφτες μιας ψυχής έξω καρδιά.
Η κόρη τους ήταν μια μικρή μαμά. Τα έχανες βλέποντάς τες μαζί. Ήταν τα πράσινα μάτια και τα πλούσια κατσαρά μαλλιά. Ήταν και η μικρή λιγομίλητη; «Καθόλου», μου είπε ο παππούς της, «είναι να μη σε βρεί δικό τής! Μετά δε βάζει γλώσσα μέσα της!»
Στα γεννέθλιά της πήγαμε σε ένα πάρκο, μια ώρα μακρυά από την πόλη. Είχε ένα τεράστιο περιστέρι άγαλμα και βγήκαμε φωτογραφία. Είχε μια λίμνη που κάνανε βαρκάδα τα πιτσιρίκια, ένα τρενάκι που έκανε το γύρο του πάρκου και πολλά παιχνίδια ανάμεσα στα γρασίδια και στα δέντρα. Αλλά και όργανα γυμναστικής, ανθισμένους κήπους, δένδρα και χώρους για αθλητισμό. Ο πατέρας ήταν από τα μέρη και γι’ αυτό η πρόσκληση. Μια αξέχαστη μέρα.
Σε επόμενο πάρτυ γενεθλίων κουβεντιάζαμε πόσο ξέγνοιαστα είχαμε περάσει στο πάρκο και τι αντίθεση με τους κινδύνους στη μεγαλούπολη. Δεν ήταν σπάνιο να εξαφανίζονται παιδιά από κυκλώματα που στη συνέχεια τα διοχετεύουν στις πιο χυδαίες και απάνθρωπες καταστάσεις. Δεν ξαναγυρίζουν. Γι’ αυτό και οι γονείς ποτέ δεν τα αποχωρίζονται σε δημόσιους χώρους. Μια σύγχρονη αρρώστια ενός τόπου κι ενός λαού που δεν αξίζει τέτοια κατάντια. Αυτά κουβεντιάζαμε και μας μίλησε για την παιδική του ηλικία. Τότε που το βόρειο μέρος της πόλης ήταν ξέχωρα χωριουδάκια και μέσα από τη ρεματιά κατέβαιναν μέχρι το κέντρο τα πιτσιρίκια. Πρώτα με τα πόδια, αργότερα με ποδήλατα, από το χωματόδρομο. Και μας έλεγε για τα όσα βλέπανε και κάνανε στις βόλτες τους. Και πώς η συμφωνία ήταν να επιστρέφουν πριν νυχτώσει για να μην ανησυχούν οι δικοί τους. Που τώρα τέτοια ελευθερία, ρωτούσε.
Κι εγώ θυμόμουν τα δικά μας παιχνίδια στο λόφο πίσω από το σπίτι, στο δικό μας τόπο, κι όταν το έσκασα με το ποδήλατο για να περάσω το Σαββατοκύριακο με τους φίλους μου, αντί να πάω στην Αθήνα που είχε ο μπαμπάς δουλειά… και τους αναστάτωσα για τα καλά όλους. Δε με καταχερίσανε τότε, απλά μου εξηγήσανε. Κι ακόμα σκεφτόμουν για το πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας στην πόλη – ευτυχώς με τη δυνατότητα τα καλοκαίρια, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα να ξεφεύγουμε λίγο και να προσεγγίζουμε τη φύση.
Γίναμε φίλοι. Είναι κι άλλο ένα ζευγάρι, όχι μέρος αυτής της ιστορίας, αλλά μιας άλλης για επόμενη διήγηση. Αυτό που μας έδεσε, πάνω από όλα, η ανθρωπιά και η ειλικρίνεια. Κανένα πασάλειμμα.
«Τι κάνει η μαμά; Έχουμε ανησυχήσει με την Ίρμα», ρώτησα τον παππού. Είναι καιρός – δυο μήνες! – που δεν την είχα δει. Πέρυσι μας τρώμαξε όταν καταλάβαμε ότι είχε υποβληθεί σε χημειοθεραπεία. Είχαμε κουβεντιάσει με τον μπαμπά, ο οποίος στο τελευταίο πάρτυ την είχε συνοδέψει νωρίτερα στο σπίτι – όταν την έπιασε βήχας – και είχε επιστρέψει μόνος.
«Άκου», μου είπε ο παππούς, «η Ε. πέθανε τον Δεκέμβρη. Προσπαθούμε να προσαρμοστούμε στη νέα μη-αντιστρέψιμη κατάσταση. Την παρακολούθησαν οι καλύτεροι γιατροί και έλαβε θεραπεία του πρώτου κόσμου. Μας είπανε ότι θα ζούσε το περισσότερο πέντε χρόνια. Έζησε ακριβώς τόσα.»
«Μα τι μου λές, πότε διαγνώστηκε; Είχε γεννηθεί η μικρούλα;» Το μυαλό μου γύριζε σα σβούρα. Μόλις πέρυσι την είχαν υποβάλει σε χημειοθεραπεία και είχα υποθέσει ότι ήταν η πρώτη, αφού τους ξέραμε τέσσερα και μισό χρόνια.
«Η διάγνωση της ασθένειας ήταν ταυτόχρονη με το τεστ εγκυμοσύνης. Ορισμένοι γιατροί πρότειναν την έκτρωση. Ένας μας είπε ότι μπορεί να κρατήσει το παιδί. Έτσι αποφάσισε – βέβαια υποβλήθηκε σε χήμειο και ράδιο θεραπείες – κι έχουμε τώρα αυτό το πλασματάκι…»
Βγήκαν τα κορίτσια μας στην πόρτα του σχολείου. Εγώ έκανα αγώνα να μην τρέχουν τα μάτια μου. Ανέλαβε ο παππούς να τους μιλάει.
«Παππού, παππού, έχουμε πρόσκληση σε γενέθλια!»
«Θα έχει και πινιάτα;»
«Όχι, δε θα έχει πινιάτα», πετάχτηκε η δική μου.
«Και γιατί παρακαλώ;»
«Γιατί οι γονείς του Χ. είναι φτωχοί και δεν έχουν λεφτά για πινιάτα»
«Α, καλά τότε, αλλά θα έχει πολλά γλυκά, έτσι;»
«Ναι!, ναι!» φωνάξανε και οι δυο μικρές μαζί και πιαστήκανε χέρι χέρι να περάσουμε τον κεντρικό δρόμο.
«Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση που είχαμε», λέω του παππού, «αλλά είναι για μεγάλους μόνο…»
«Ναι»
Τα κορίτσια αποχαιρετιστίκανε. Εγώ μοιράστηκα την ιστορία με την Ίρμα. «Το κινητό της Ε. είναι ακόμα ενεργό… πριν μια εβδομάδα της έγραψα, αλλά δε μου απάντησε…»
«Γράψε του φίλου μας τα συλλυπήτηρια κι ότι είμαστε διατεθημένοι να βοηθήσουμε όπως και αν χρειάζεται» απάντησα. Ντραπήκαμε και οι δυο που μας πήρε τόσο καιρό.
Νομίζω καλά το έκανες, Ε. Η κορούλα σου ομορφαίνει τον κόσμο, όπως κι εσύ στον καιρό, που πιο σύντομος σου έλαχε.
Σάμο διακοπές. Προβολή ντοκυμαντέρ του ΚΚΕ για το Δημοκρατικό Στρατό. Συνάντηση με σύντροφο από τα φοιτητικά χρόνια που παντρεύτηκε Σαμιώτισσα και διατηρεί ιατρείο στο νησί. Μεγαλώνει και δυο παιδιά. Μόνος. Έφυγε πριν τρία χρόνια η γυναίκα του από τον ίδιο λόγο. Φάγαμε στο λιμάνι υπό τους ήχους ζωντανής μουσικής. Χαιρόμουνα την εντεκάχρονη κόρη του. Ο μικρότερος γιός του είναι για λίγες μέρες με την άλλη γιαγιά και το θείο στο Μεσολόγγι. (Πρότεινα του συντρόφου γιατρού να διαβάσει τα παιδιά της Τραμουντάνας.) Την άλλη μέρα στην παραλία, συνάντησα τον πρώτο ξάδελφο του Σταύρου να πονάει το χαμό, πάλι προ τριετίας, της κόρης του. Ήταν με την εγγονούλα, που ακόμα δεν έκλεισε τα πέντε. Αφού μίλησε και ξαναμίλησε για τα λόγια που του έλεγε η κόρη του όσο ήταν σε θεραπεία, κάθε λέξη και μαχαιριά. Αφού δε δέχτηκε ότι μπορεί να γιάνει η ψυχή του (θα γίνει και αυτό στο χρόνο του). Λέει ξαφνικά: υπάρχουν και χειρότερα. Σε αυτή τη θάλασσα, τόσα πνιγμένα μωράκια. Θυμήθηκα τη μικρή Μουριόμ και τον αγώνα για μιαν άλλη κοινωνία.